(του Τζίμμυ Κορίνη)
Κάποτε
οι αναγνώστες τους αριθμούσαν δεκάδες εκατομμυρίων κι οι τίτλοι τους πολλές
εκατοντάδες. Ήσαν οι διάδοχοι των δεκαροφυλλάδων με τα αναγνώσματα του
προπερασμένου αιώνα και των φτηνιάρικων αναγνωσμάτων των αρχών του περασμένου.
Ξεκινώντας την σταδιοδρομία τους, ουσιαστικά, στη δεκαετία του 1890 έφτασαν στο
ζενίθ της δημοτικότητάς τους στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 και, σε
μεγάλο μέρος, είχαν εξαφανιστεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Για πολλά
χρόνια, όμως, ήσαν η κύρια πηγή ψυχαγωγίας ανθρώπων που, κυριολεκτικά,
λαχταρούσαν να τα διαβάσουν.
Ήσαν
τυπωμένα σε φτηνό χοντρό χαρτί από πολτό ξύλου, πωλούνταν στη φτηνότερη δυνατή
τιμή (μια δεκάρα, όπως θα λέγαμε κάποτε) και πρόσφεραν στο αναγνωστικό κοινό
όλες τις κατηγορίες της «μυθοπλασίας», όπως προτιμάμε να αποκαλούμε σήμερα όλα
τα προερχόμενα από την φαντασία
αναγνώσματα (τέως μυθιστορήματα και διηγήματα) – με άλλα λόγια ότι μπορούσε να
διανοηθεί ο νους του ανθρώπου – ιδιαίτερα από τις αρχές του 1900 μέχρι και το
τέλος της δεκαετίας του 1950. Στην πορεία τους, μάλιστα, δημιούργησαν μια τάξη
συγγραφέων που αποκλειστική δουλειά τους ήταν να ικανοποιούν τις ανάγκες αυτών
των περιοδικών για δράση και περιπέτεια, όπως αυτές υπαγορεύονταν από τους
αναρίθμητους αναγνώστες τους, πολλές φορές χρησιμοποιώντας δεκάδες ψευδώνυμα.
Τα
«πολτοπεριοδικά» (pulp magazines) όπως έμελλε να γίνουν γνωστά όταν πέρασαν
στη σφαίρα της...διασημότητας, μπορούσε να τα αγοράσει ο ενδιαφερόμενος στις
γωνίες των δρόμων, όπου έστηναν το μαγαζί τους οι υπαίθριοι εφημεριδοπώλες,
και, αργότερα, όταν η διανομή των εντύπων οργανώθηκε καλύτερα, στα περίπτερα
και τα πρακτορεία εφημερίδων και περιοδικών. Θα μπορούσαν δε να χαρακτηριστούν
ως ένα είδος προβολής του λαϊκού αισθήματος, μιας προβολής που συνάρπαζε και
ταυτόχρονα ψυχαγωγούσε, λόγω της ρεαλιστικής παραστατικότητας με την οποία ήσαν
γραμμένες οι ιστορίες που τα γέμιζαν, ενώ, παράλληλα, δίδασκε το «καλό»,
δεδομένου ότι τα περισσότερα αναγνώσματα κατέληγαν στην καταδίκη του κακού και
γενικά των αντικοινωνικών πράξεων.
Ο
λόγος της υπάρξεώς τους και της μεγάλης επιτυχίας τους ήταν η λαχτάρα του
ανθρώπου, από τις πρώτες μέρες του ανθρώπινου γένους, να «πληροφορείται» τις
περιπέτειες άλλων ανθρώπων που διέθεταν κάτι παραπάνω από εκείνον – είτε αυτό
ήταν σωματική δύναμη, ή μυαλό και άσχετα αν ήσαν καλοί (τιμωροί), ή κακοί
(ληστές, εγκληματίες). Επειδή δεν υπήρχαν έντυπα τότε, τις περιπέτειες αυτών
των «υπερανθρώπων» τις πληροφορούνταν από το στόμα άλλων ανθρώπων που διέθεταν
το χάρισμα του λόγου και μια κάποια υποκριτική ικανότητα και που αργότερα
εξελίχτηκαν σε εξειδικευμένους αφηγητές. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο των αφηγητών
ανέλαβαν τα περιοδικά «παραλογοτεχνίας» στα πρώτα τους βήματα, δηλαδή την
εξιστόρηση των περιπετειών (φανταστικών ή όχι) των διαφόρων ηρωϊκών μορφών της
εποχής εκείνης - και τα πήγαν καλά, αν κρίνει κανένας από την εξέλιξή τους.
Ανατρέχοντας
κάποιος σε όσα γράφονται, κατά κόρον, μάλιστα, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες
γι αυτά τα σχετικά περιφρονημένα από τη «διανόηση» έντυπα, μπορεί να αποφανθεί
με βεβαιότητα ότι το «περιοδικό παραλογοτεχνίας» πήρε την οριστική και πολύ
αποτελεσματική μορφή του στις ΗΠΑ κατά το πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα,
ιδιαίτερα στις δεκαετίας ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, με
επικρατέστερα αναγνώσματα το αστυνομικό και το γουέστερν και λιγότερο
επικρατέστερα το περιπετειώδες, το αισθηματικό και το ανάγνωσμα επιστημονικής
φαντασίας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα λαϊκά αυτά περιοδικά χρησίμεψαν σαν
εφαλτήριο για την απογείωση της καριέρας πολλών μεγάλων ονομάτων της λεγόμενης
«παραλογοτεχνίας» (Dashiell Hammett, Raymond
Chandler, Erle Stanley
Gardner κλπ), ενός χαρακτηρισμού που σήμερα
αμφισβητείται, όλο και περισσότερο, από τους αρμόδιους ερευνητές και
ιστορικούς, δεδομένου ότι πολλά «αστυνομικά» μυθιστορήματα έχουν αναχθεί σε
αξιομνημόνευτη λογοτεχνία και πολλοί «λογοτέχνες» έχουν στραφεί στο αστυνομικό
μυθιστόρημα.
Το πρώτο τέτοιο «πολυπεριοδικό» ήταν το "Golden
Argossy" που αργότερα μετονομάστηκε σε σκέτο "Argossy" και δημοσίευε λογιών-λογιών περιπετειώδη αναγνώσματα, κυρίως μυθοπλασία. Και το
πρώτο περιοδικό που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το «αστυνομικό μυθιστόρημα»
(όρος που εσφαλμένα επικράτησε στην Ελλάδα και περιλαμβάνει, πάλι εσφαλμένα,
όλα τα είδη της «σχολής», ήτοι, ιστορίες με ήρωες αστυνομικούς, ή ιδιωτικούς
ντετέκτιβς, ή ερασιτέχνες ντετέκτιβς, ή ουρανοκατέβατους ντετέκτιβς, ή ιστορίες
τύπου «θρίλερ», ή ιστορίες ειπωμένες από τη σκοπιά κακοποιών κλπ) εκδόθηκε το
1915 και έφερε τον τίτλο «Detective Story”,
η δε επιτυχία του ήταν τεράστια.
Το
περιοδικό, όμως, που, αφού πελαγοδρόμησε για λίγο καιρό, μη ξέροντας προς τα
ποια κατεύθυνση να στραφεί, δημοσιεύοντας γλυκανάλατες «αστυνομικές ιστορίες»
επηρεασμένες πολύ από τις βρετανικές, που, κατά κάποιο τρόπο, κυριαρχούσαν στο
πεδίο, έμελλε να αλλάξει το ύφος και την ιδεολογία του αστυνομικού αναγνώσματος
και να ορίσει τους «κανόνες του παιχνιδιού» εκδόθηκε το 1920 και έφερε τον
τίτλο «The Black Mask” (Η Μαύρη Μάσκα) κι ήταν αυτό που έδωσε τη έμπνευση για την
έκδοση του δικού μας θρυλικού πλέον περιοδικού «Μάσκα» που θα απασχολήσει
κυρίως το άρθρο μας, καθώς και πολλών άλλων, που δεν είχαν την δική της
ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό.
Το
περιοδικό “Black Mask”, αφού βρήκε τον δρόμο του, άρχισε να
δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες και διηγήματα γραμμένα γλαφυρά, σχεδόν
κινηματογραφικά που, με τη βοήθεια παραστατικών σκίτσων πολύ ταλαντούχων
εικονογράφων, ήσαν σε θέση να διεγείρουν τη φαντασία του αναγνώστη και να
δημιουργούν τις εικόνες εκείνες που, αργότερα, ανέλαβε να δημιουργεί ο
κινηματογράφος και πιο αργότερα η τηλεόραση, οι δυο «φονιάδες» του περιοδικού
παραλογοτεχνίας.
Το
περιοδικό «Μάσκα» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1935, παράλληλα με το περιοδικό
«Μυστήριο» που, σε όλες τις περιόδους του, υπήρξε πάντοτε μια όχι τόσο
πετυχημένη απομίμηση της «Μάσκας». Δημοσίευε, δε, σε μετάφραση (και αργότερα σε
μεταποίηση άλλων παρεμφερών περιπετειών και σε κατασκευή δήθεν «πρωτοτύπων»
περιπετειών) τα αναγνώσματα εκείνα ( με ήρωες τον Ντετέκτιβ Χ, τον Άνθρωπο
Αράχνη, τον Πράκτορα 5 κλπ), που γέμιζαν τις σελίδες των αφάνταστα πετυχημένων
αμερικάνικων περιοδικών του είδους, που η κυκλοφορία τους έφτανε τις 700.000
αντίτυπα, και που, μεταξύ του 1915 και του 1930, ξεπερνούσαν τα 250, αλλά και
των ευρωπαϊκών φυλλάδων (με ήρωες τον Ράφλες, τον Αρσέν Λουπέν, τον Φαντομά,
κλπ), έχοντας ως συνεργάτες αξιόλογους μεταφραστές και συγγραφείς της εποχής
εκείνης.
Όταν
άρχισαν να συγκεντρώνονται τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη, η
«Μάσκα» διέκοψε την έκδοσή της, όπως συνέβη και με πολλά περιοδικά της εποχής.
Ωστόσο, έκανε πάλι την εμφάνισή της μετά τον πόλεμο, με μοναδική κι
ανεπανάληπτη επιτυχία για τα ελληνικά δεδομένα, δεδομένου ότι ο κόσμος διψούσε
για κάτι συναρπαστικό όπως ήσαν τα αναγνώσματα της «Μάσκας», τα περισσότερα με
θέματα εμπνευσμένα από τον πόλεμο των δυτικών μυστικών υπηρεσιών, αλλά και των
κλασικών ηρώων της, με τους πράκτορες του ναζισμού και του άξονα.
Ήταν
τόσο πετυχημένη κυκλοφοριακά η νέα έκδοση του πρώτου, όπως πολύ σωστά έχει
χαρακτηριστεί, περιοδικού life style,
που τυπωνόταν με τέσσερα χρώματα – πράγμα που αποτελούσε μεγάλη πολυτέλεια για
ένα λαϊκό έντυπο. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι τότε εκδότες του Αδελφοί Ρόδη κι ο
εμπνευστής και διευθυντής της Απόστολος Μαγγανάρης, «θησαύρισαν». Όπως
θησαύρισε και ο εντελώς άσχετος με τον χώρο άνθρωπος που, χρόνια αργότερα,
εκμεταλλευόμενος κάποια οικονομική ανάγκη του Απόστολου Μαγγανάρη αγόρασε όλο
το στοκ των τευχών της «Μάσκας» της Β’ Περιόδου, που δεν είχαν πουληθεί, προς
50 λεπτά το ένα, και τα κυκλοφόρησε πάλι στα περίπτερα προς 1.5. δραχμή το ένα.
Τζίμμυ Κορίνης |
Η
επιτυχία της «Μάσκας» στηρίχτηκε στις περιπέτειες ορισμένων επαναλαμβανόμενων
ηρώων (συνταγή που ακολουθήθηκε αργότερα στις πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές
Πέρι Μέϊσον, Κολόμπο, Χαβάη 5-0, Κότζακ, Στάρσκι εντ Χατς κλπ), που δημοσίευε
κατά καιρούς, άλλων συχνότερα, άλλων αραιότερα, αλλά πάντοτε δυσανάλογα με την
επάρκειά τους. Αυτή η ανεπάρκεια περιπετειών των συγκεκριμένων ηρώων, ανάγκασε
τη διεύθυνση του περιοδικού να καταφύγει στη «μεταποίηση» ή «κατασκευή» που
αναφέραμε προηγουμένως από τους τότε συνεργάτες της «Μάσκας», πράγμα που είχε
σαν αποτέλεσμα την πτώση της ποιότητος και, αναπόφευκτα, την πτώση της
κυκλοφορίας. Τελικά, η έκδοση διακόπηκε για μία ακόμη φορά.
Το
1955, όμως, η «Μάσκα» έκανε και πάλι την εμφάνισή της (Γ’ Περίοδος) στα
περίπτερα συγκαταλέγοντας στο μεταφραστικό και συγγραφικό δυναμικό της τον
17χρονο τότε υπογράφοντα, που ήταν και ο υποκινητής της νέας εκδόσεως,
δεδομένου ότι το γράψιμό του, σε συνδυασμό με το πάθος του και οι γνώσεις του
για το είδος καθώς και η μεγάλη του συλλογή περιοδικών και βιβλίων
«παραλογοτεχνίας», ενέπνευσαν στον Α.Μ. τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία για
μια ακόμα απόπειρα επανεκδόσεως, με το βασικό επιχείρημα ότι υπήρχε ανάγκη για
νέο αίμα στις τάξεις των ηρώων. Ο υπογράφων έδωσε προτεραιότητα στις
περιπέτειες άλλων, πιο σύγχρονων, ηρώων της αστυνομικής λογοτεχνίας, με πρώτο
και καλύτερο τον Λέμι Κόσιον, που οι ταινίες του εκείνη την εποχή έκαναν τους
Έλληνες θεατές να στριμώχνονται στις συχνά αξιοθρήνητες κινηματογραφικές
αίθουσες, γραμμή που συνέχισε και στο περιοδικό «Μυστήριο» όπου μεταπήδησε όταν
ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με τον μέντορά του. Λίγο αργότερα, για μία ακόμα
φορά, η «Μάσκα» διέκοψε την έκδοσή της.
Το
1963 ο άνθρωπος που είχε θησαυρίσει κυκλοφορώντας ξανά τα παλιά τεύχη της
μεταπολεμικής «Μάσκα», αποφάσισε να εκδώσει και πάλι το θρυλικό τώρα πλέον
περιοδικό, δεδομένου ότι μαζί με τα «χρυσοφόρα» παλιά τεύχη είχε αγοράσει και
τον τίτλο από τον Α. Μαγγανάρη που, μετά την διακοπή της 3ης
περιόδου, θεωρούσε το περιοδικό του «τελειωμένη» υπόθεση.
Τα
πρώτα λίγα, ευτυχώς, τεύχη ακολούθησαν την παλιά συνταγή, με επαναλήψεις
περιπετειών που είχαν δημοσιευτεί στην πρώτη και δεύτερη περίοδο, γραμμή που άλλαξε
αμέσως μόλις ανέλαβε τη διεύθυνση ο υπογράφων που, πιστός στο δόγμα της
εισαγωγής «νέου αίματος» στο «πάνθεον» των παλιών ηρώων της «Μάσκας», έδωσε
έμφαση στους νεώτερους, πιο σύγχρονους και πιο «ορθόδοξους» ήρωες της
αστυνομικής λογοτεχνίας (Έλερι Κουίν, Νίρο Γουλφ, Σελ Σκοτ κ.α.).
Παρά
τις διαμαρτυρίες των φανατικών αναγνωστών, που είχαν ταυτίσει τη «Μάσκα» με τις
περιπέτειες όπου πρωταγωνιστούσαν ο «Ντετέκτιβ Χ», ο «Άνθρωπος Αράχνη», η
«Νυχτερίδα» κ.α., η νέα γραμμή έγινε αποδεκτή κι αγαπήθηκε, πράγμα που είχε σαν
αποτέλεσμα να διαρκέσει η νέα έκδοση της «Μάσκας» 11 ολόκληρα χρόνια, σπάζοντας
κάθε προηγούμενο ρεκόρ (καμιά περίοδος δεν είχε διαρκέσει περισσότερα από 4
χρόνια) πουλώντας αρκετά τεύχη ώστε να είναι όχι μόνο βιώσιμο περιοδικό, αλλά
και κερδοφόρο, ιδιαίτερα στο εξωτερικό όπου υπήρχαν μεγάλες ελληνικές παροικίες
(Καναδάς, Ηνωμένες Πολιτείες, Νότια Αφρική, Αίγυπτος, Αυστραλία). Τελικά, όμως,
το 1974 η έκδοση οδηγήθηκε σε διακοπή, όχι επειδή είχε πάψει να «πουλάει», αλλά
επειδή προέκυψε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του υπογράφοντος και του εκδότη, που δεν
ήθελε να ακούσει κουβέντα για ενδεχόμενη ανανέωση του περιοδικού - ανανέωση που
πρότεινε σθεναρά ο υπογράφων και υπαγορευόταν από τις επερχόμενες αλλαγές στον
τύπο.
Το
1998 ο υπογράφων έκανε άλλη μια απόπειρα, εκδίδοντας τη «Μάσκα του Τζίμμυ
Κορίνη», σε εντελώς σύγχρονη μορφή, αλλά τούτη τη φορά σκόνταψε σε ένα μεγάλο
εμπόδιο που λέγεται «πρακτόρευση». Ενώ είχε δημιουργηθεί δημοσιογραφικός
«σάλος» για την επερχόμενη έκδοση από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση και
ραδιόφωνο, το πρώτο τεύχος δεν διανεμήθηκε στην ώρα του (ή κι αν διανεμήθηκε
δεν διανεμήθηκε σωστά) με αποτέλεσμα να τηλεφωνούν οργισμένοι υποψήφιοι
αναγνώστες στα γραφεία μας και να παραπονούνται ότι δεν μπορούσαν να βρουν
πουθενά το αγαπημένο τους περιοδικό.
Έχοντας
μάθει το μάθημά του, ο υπογράφων προσπαθεί, τώρα, να κυκλοφορήσει τη «Μάσκα»
στο Διαδίκτυο, σε μια (έστω, ηλεκτρονική) μορφή που θα συναρπάσει τους πάντοτε
φανατικούς αναγνώστες της. Πράγμα που, τουλάχιστον κατά τη γνώμη του υπογράφοντος,
σημαίνει ότι ο φάκελος «Μάσκα» δεν έχει κλείσει οριστικά – ακόμα!
Τζίμμυ
Κορίνης
Μάρτιος
2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου