(Διασκευή: Νίκος Δημ. Νικολαΐδης)
Την επομένη μέρα βρέθηκα στο ιατρείο της ομάδας, όπου ο Τάφυ Μόργκαν με
ενημέρωσε για την κατάσταση των τραυματιών μας, που ωστόσο δεν ενέπνεαν
ανησυχία για τη ρεβάνς. Οι μώλωπες και τα γδαρσίματα σε πόδια, πλάτες και χέρια
που είχαμε εισπράξει ήταν ένα μικρό μόνο δείγμα του τι μας περίμενε στη
Βλάτνια. Πάνω στις αρνητικές σκέψεις που έκανα, ήρθε καπάκι ο μέλλων πεθερός
μου ο Μπεν να με προσγειώσει στις υποχρεώσεις. «Σε περιμένουν οι δημοσιογράφοι
Ρόϋ. Θα πρέπει να τους μιλήσεις!» «Είναι ανάγκη να τους δω;» γκρίνιαξα. «Το
είχε κανονίσει ο Τόνυ και τώρα είσαι στη θέση του, ξέχασες;»
Βγήκαμε στο πλατύσκαλο έξω απ’ τα γραφεία της Ρόβερς, όπου μας πολιόρκησαν
καμιά ντουζίνα ρεπόρτερ τη στιγμή που ο Μπεν με πληροφορούσε πως δεν υπήρχε
ούτε ίχνος επαφής με τον Τόνυ Στορμ. Ο Γκάλογουεϊ δεν πίστευε με τίποτα πως
εκείνος ήταν ο μυστηριώδης άνθρωπος που με συμβούλευε κατά τη διάρκεια των
αγώνων μας. «Θα έλεγες Ρόϋ πως το ματς κατά της Ζάρνοβ ήταν το σκληρότερο της
καριέρας σου;» ήταν η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν. Απάντησα χωρίς αμφιβολία
ναι. Πρόσθεσα βέβαια ότι μας περίμεναν πολύ χειρότερα στη χώρα της κεντρικής
Ευρώπης. «Αν σας παίξουν σκληρά πως θα φερθείτε;» «Η Μέλτσεστερ θα αντιδράσει
με απλό και ξεκάθαρο τρόπο. Θα …» Πριν ολοκληρώσω τη φράση μου, πρόσεξα
εμβρόντητος στο βάθος του δρόμου μια φιγούρα τυλιγμένη με κασκόλ, να στέκεται
παρακολουθώντας τη συζήτησή μου με τους συντάκτες.