Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Παλιά Περιοδικά Ποικίλης Ύλης (Β΄μέρος)




Η επίσημη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Ρομάντσου αναφέρει, ότι το περιοδικό γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1934 με γεννήτορες τους Ν. Θεοφανίδη και Σπ. Λαμπαδαρίδη. Ο Θεοφανίδης υπήρξε ο εκδότης του έως το 1984.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1987, το Ρομάντσο και τα μικρότερα ‘‘αδέλφια’’ του Πάνθεον και Βεντέτα αγοράστηκαν από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη και το στρατηγείο των ‘‘Εκδόσεων Θεοφανίδη’’ στην οδό Αναξαγόρα 5 υποβαθμίστηκε σε αρχείο-αποθήκη..

Στα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής του (1934-1942), δηλαδή στην προϊστορία του, το Ρομάντσο είχε τη μορφή βιβλιοπεριοδικού, όπου ακολουθώντας τα πρότυπα των αμερικάνικων pulps, δημοσίευε σε κάθε τεύχος ένα μικρό αυτοτελές μυθιστόρημα. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο. Πιθανώς και από εκεί να προέρχεται και ονομασία ‘‘Ρομάντσο’’, που σημαίνει ‘‘μυθιστόρημα’’.
Το Ρομάντσο ως βιβλιοπεριοδικό ολοκλήρωσε τον εκδοτικό του κύκλο σε δύο περιόδους, οι οποίες τυπικά έχουν να κάνουν με τις διαστάσεις του (14Χ21 και 17Χ24 αντίστοιχα). Εκδόθηκαν 212 τεύχη στην πρώτη περίοδο και 71 στη δεύτερη.

Ουσιαστικά, όμως το Ρομάντσο, όπως το γνωρίσαμε, σαν περιοδικό ποικίλης ύλης, κυκλοφόρησε πρώτη φορά μέσα στην Κατοχή. Και συγκεκριμένα στις 19 Σεπτεμβρίου 1942.
Παρ’ ότι στην προμετωπίδα του εξώφυλλου ο επεξηγηματικός υπότιτλος βεβαίωνε ότι πρόκειται για εβδομαδιαία έκδοση, οι συνθήκες που επικρατούσαν στην σκλαβωμένη Ελλάδα (και εν προκειμένω η έλλειψη του χαρτιού) δεν επέτρεπαν τη συνεπή τήρηση της εβδομαδιαίας συχνότητας.

ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ

Την ταυτότητα του περιοδικού ποικίλης ύλης το Ρομάντσο την απόκτησε μετά το τεύχος 17 της Γ΄ περιόδου, όταν από τις 14 Ιανουαρίου 1943 τη διεύθυνση σύνταξής του την ανέλαβε ο κορυφαίος ‘‘μάστορας’’ των λαϊκών περιοδικών Απόστολος Μαγγανάρης, ο οποίος σε εκείνη την περίοδο είχε αναστείλει την έκδοση της Μάσκας.
Ο Μαγγανάρης κράτησε τη διεύθυνση του περιοδικού έως και το τεύχος 97, δηλαδή κοντά δυο χρόνια. Από το τεύχος 98 ανέλαβε τη διεύθυνση σύνταξης ο ιστορικός διευθυντής του ο Μιχάλης Χανούσης. Ήταν αυτός που, αναλαμβάνοντας να τρέξει την εξόρμηση που σχεδίασε ο Θεοφανίδης το 1956 και συνδυασμό με τη δραστική μείωση της τιμής του από έξι δραχμές σε τρεις, εκτόξευσε το Ρομάντσο σε κυκλοφοριακά ύψη με απλησίαστες κυκλοφορίες για οποιοδήποτε άλλο ελληνικό περιοδικό. Το ρεκόρ του με τιράζ 280.000-300.000 φύλλων εβδομαδιαίως (δεν διασώζονται στοιχεία συνολικής πώλησης), δεν θα πρέπει να έχει ξεπεραστεί από άλλο ελληνικό περιοδικό.
Τα εξωπραγματικά αυτά τιράζ οφείλονται κατά πολύ και στο ότι το Ρομάντσο διανεμόταν ταυτόχρονα (και όχι εξ επιστροφών) στον πολυπληθή απόδημο ελληνισμό (Αμερική, Αυστραλία, Αφρική και στη Δυτική Γερμανία των Ελλήνων μεταναστών ‘‘γκασταρμπάιτερ’’ στη δεκαετία του ’60).
Η παρακμή του Ρομάντσου συνέπεσε με το τέλος της περιόδου ‘‘Χανούση’’, αλλά η ραγδαία πτώση που το οδήγησε στο κλείσιμο, συνέπεσε με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και στη λάθος στρατηγική επιλογή της νέας ιδιοκτησίας να μετατρέψει το περιοδικό-ευαγγέλιο της λαϊκής μάζας σε πολυτελές lifestyle περιοδικό υπακούοντας στις επιταγές των νέων αναγνωστικών συνθηκών. Ίσως, όμως, πάλι να είχε την ίδια μοίρα και αν ακόμα παρέμενε λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης. Οι εποχές είχαν αλλάξει και το Ρομάντσο είχε ταυτιστεί με όλα εκείνα που χαρακτήριζαν την εποχή της ακμής του∙ τον τρόπο ζωής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της μεσοαστικής τάξης.

ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ…
Ο Χανούσης χρησιμοποιώντας τη συνταγή παλαιοτέρων περιοδικών ποικίλης ύλης, επέλεξε να στήσει το περιοδικό του εργοδότη του με ραχοκοκαλιά τις ρουμπρίκες, δηλαδή μόνιμες στήλες και μόνιμες σελίδες, κάτω από τη θεματολογική ομπρέλα των οποίων απλώς αλλάζουν ενότητες σειρών. Σύμφωνα με τη θεωρία για το πώς στήνεται ένα περιοδικό, οι ρουμπρίκες αποτελούν σημαντικό παράγοντα δημιουργίας σταθερών αναγνωστών του περιοδικού. Για να συμβεί αυτό οι ρουμπρίκες θα πρέπει να υπακούουν σε έναν βασικό κανόνα πλάνου περιεχομένων του περιοδικού: να βρίσκονται πάντα στην ίδια σελίδα, ή έστω μετά από μια συγκεκριμένη άλλη, την ίδια πάντοτε, και πριν από μια συγκεκριμένη άλλη, ώστε να εντοπίζονται εύκολα προκειμένου να γίνουν συνήθεια.
Το Ρομάντσο είναι ένα κλασικό παράδειγμα περιοδικού για το πόσο συμβάλλουν οι επιτυχημένες μακροχρόνιες στήλες στη δημιουργία δεσμού του περιοδικού με αξιόπιστα σταθερή αναγνωστική βάση.
Μετά την εξόρμηση προστέθηκαν νέες στήλες και έγινε η οριστική τοποθέτηση των στηλών στην ίδια πάντα θέση για τα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον.

… ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Ειδικό βάρος δόθηκε στη σημασία που έχει για ένα ψυχαγωγικό περιοδικό ο θεματολογικός άξονας, του χιούμορ. Γελοιογραφίες και πεζές ή έμμετρες ρουμπρίκες με εύθυμους τύπους ήταν τα δυο σκέλη του χιουμοριστικού άξονα στο περιοδικό.
Το δυνατό χαρτί ήταν οι γελοιογραφίες. Απόκτησε τις διαστάσεις της προσφοράς του από την εκ βάθρων ανανέωση του περιοδικού το 1956. Τότε, όταν στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκαν Έλληνες γελοιογράφοι, καθώς έως τότε η ελληνική γελοιογραφία ήταν ανύπαρκτη στο περιοδικό. Δεκάδες γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε κάθε τεύχος από μια πλειάδα κορυφαίων Ελλήνων γελοιογράφων. Χρωματιστές ή ασπρόμαυρες αποτύπωναν την εξέλιξη της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα, τις συνήθειες, τα καθημερινά μικροπροβλήματα, πχ. από τον καλοκαιρινό καύσωνα, τα θερινά τα σινεμά και τον 7ο αμερικανικό στόλο ως τον πλάγιο πίδακα της Ομόνοιας, το σουβλάκι του φτωχοτουρίστα και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους.
Ξεφυλλίζοντας το Ρομάντσο με χρονολογική τάξη από τα παλιότερα ίσαμε τα πιο πρόσφατα τεύχη θα περιδιαβούμε νοσταλγικά μέσα από τις απεικονίσεις των γελοιογραφιών στις ξεθωριασμένες αναμνήσεις από τις περιφερειακές γειτονιές της Αθήνας με τις χαμηλές κεραμειδοσκέπαστες μονοκατοικίες, τις αυλές, τις αλάνες και τους άδειους χωματόδρομους. Και προοδευτικά θα φτάσουμε στις ίδιες αθηναϊκές γειτονιές με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής και τους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Στα σκηνικά που στήνουν οι γελοιογράφοι στα σκίτσα τους πρωταγωνιστούν σε πρώτο πλάνο οι γελοιογραφικές φιγούρες των ανθρώπων που βίωναν τις ραγδαίες αλλαγές μέσα σε μια μόλις εικοσαετία (1956-1976).
Το στίγμα της βαρύτητας που το Ρομάντσο έδινε στην ελληνική γελοιογραφία δίνεται με την γελοιογραφική πινακοθήκη στο οπισθόφυλλό του. Δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί η αναγνωστική δύναμη του οπισθόφυλλου σε κάθε έντυπο. Πάντως, οι διαφημιστές την ξέρουν πολύ καλά και την πλήρωσαν ακριβά, ώστε να σπρώξουν τη σελίδα σήμα κατατεθέν του περιοδικού μια σελίδα μέσα, ώστε να αξιοποιήσουν διαφημιστικά τη δύναμη του εξωφύλλου του Ρομάντσου.

ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ & ΣΕΛΙΔΕΣ, ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ

Οι ρουμπρίκες, που με τους διάφορους τύπους και χαρακτήρες πρόσθεταν εύθυμες πινελιές σε πεζό λόγο με χαρακτηριστικά γλωσσάρια, αλλά και σε έμμετρο από ταλαντούχους στιχοπλόκους, είναι πλέον ένα είδος που έχει εκλείψει από τα περιοδικά, ίσως γιατί η ευρηματική στιχοπλοκή θεωρείται ως ντεμοντέ λόγος.
Το χιουμοριστικό οπλοστάσιο του Ρομάντσου το πλαισίωναν δυο μεγάλοι ευθυμογράφοι: ο Νίκος Τσιφόρος και ο Πολύβιος Βασιλειάδης (συγγραφικό δίδυμο σε θέατρο και σε σενάρια δεκάδων κινηματογραφικών ταινιών), που έγραψαν σπαρταριστά διηγήματα για πολλές εκατοντάδες τευχών. Ο Τσιφόρος, μάλιστα, συνέχισε να συνεργάζεται και μετά τον… θάνατό του τον Αύγουστο του 1970, αφού η σειρά συνεχίστηκε με αναδημοσιεύσεις αρκετών από τα παλαιότερά του ευθυμογραφήματα.
Τα αισθηματικά και αστυνομικά διηγήματα ήταν κατά κανόνα μεταφράσεις από ξένα ανάλογα περιοδικά της εποχής, αλλά τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα ήταν συνήθως από Έλληνες συγγραφείς, όπως και οι σειρές με ιστορικά θέματα.
Πιστούς αναγνώστες είχαν οι ιστοριογράφοι. Ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος, ο Ι.Β. Ιωαννίδης (που υπέγραφε και σαν Ι. Βηλαράς), ο Π. Κουσουλάκος, καθώς επίσης ο περιπετειογράφος Νίκος Μαράκης και η μεγάλη κυρία του ελληνικού κοινωνικού αισθηματικού μυθιστορήματος Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έως το κλείσιμο του περιοδικού στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκε ένα ακόμα βαρύ όνομα της δημοσιογραφίας στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ: η δημοσιογράφος Κική Σεγδίτσα, οι συνεντεύξεις της οποίας έδιναν πλέον το cover story, δηλαδή τη συνέντευξη με δημοφιλή πρόσωπο από ολόκληρο το φάσμα του καλλιτεχνικού κόσμου. Το επώνυμο αυτό πρόσωπο από τον χώρο του ελληνικού showbiz έδινε και το εξώφυλλο-κράχτη του περιοδικού στην εποχή που το lifestyle άρχιζε να καθορίζει για τα καλά το περιεχόμενο των περιοδικών. Εξώφυλλα με αστέρια από τον κινηματογράφο και το τραγούδι είχαν υπάρξει, βέβαια και στην πριν του lifestyle εποχής, αλλά δεν υποστηρίζονταν στις εσωτερικές σελίδες με συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις. Ωστόσο, εξώφυλλα όπως με τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη, τον Παπαμιχαήλ ή τον Κούρκουλο ήταν από παλιά γκαραντί θεαματικής αύξησης της κυκλοφορίας και όχι μόνο στο Ρομάντσο, μα σε όλα τα περιοδικά του είδους.

ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ
Τον Αύγουστο του 1987 η πλειοψηφία των μετοχών του εκδοτικού οίκου μαζί με τους τίτλους των τριών περιοδικών που κυκλοφορούσαν μεταβιβάστηκαν στο συγκρότημα Λαμπράκη. Ο Νίκος Θεοφανίδης είχε πεθάνει από τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, ενώ είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση από το 1984. Ούτε ο Μιχάλης Χανούσης υπέγραφε πλέον το Ρομάντσο.
Έναν χρόνο νωρίτερα, με το τεύχος 2268 (23 Σεπτεμβρίου 1986) κλείνει η περίοδος του Ρομάντσου ως λαϊκού περιοδικού. Από το επόμενο τεύχος το σχήμα του γίνεται μεγαλύτερο και μπαίνει στον χώρο των πολυτελών περιοδικών.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1990 (τεύχος 2446), το ‘‘Συν’’, που είχε προστεθεί συμπληρωματικά στον τίτλο του περιοδικού, πλάι στην ονομασία ‘‘Ρομάντσο’’ στην περίοδο έκδοσης του περιοδικού από τον ΔΟΛ,, υποκαθιστά ολοκληρωτικά την ονομασία ‘‘Ρομάντσο’’, που διαγράφεται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στην ταυτότητα του περιοδικού. Οκτώ εβδομάδες αργότερα (10 Απριλίου 1990) κυκλοφορεί στο τεύχος 2454 αναγγέλλεται η διακοπή της έκδοσης του περιοδικού.
Θεωρητικά, τίτλοι τέλους για το Ρομάντσο δεν έπεσαν ποτέ. Το περιοδικό που έκλεισε ως αποτυχημένο και αδύναμο να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό λεγόταν ‘‘Συν’’ και δεν είχε καμιά σχέση με το Ρομάντσο που γνώρισαν οι αναγνώστες του στην περίοδο 1946-1986. Άλλωστε, από καιρό το είχαν εγκαταλείψει με συνέπεια να μην υπάρχουν εκείνοι που θα λυπόνταν για το κλείσιμο του υποκατάστατού του. Για αυτούς τους ίδιους παλιούς αναγνώστες, ούτε συναισθηματικά έχει κλείσει, αφού το αναζητούν ακόμα στα παλαιοβιβλιοπωλεία για τις νοσταλγικές επιστροφές τους στους κόσμους που είχαν ζήσει με τη συντροφιά του.
Και μια σύμπτωση (ας μη την χαρακτηρίσουμε ως τραγική ειρωνεία): ο κλήρος του λουκέτου έλαχε στον Μάνο Αντώναρο, που ήταν ο τελευταίος διευθυντή σύνταξης του περιοδικού, με μοναδικό πια τίτλο το ‘‘Συν’’. Ο Αντώναρος είναι γιος του γελοιογράφου Αρχέλαου, ο οποίος είχε ταυτιστεί με το Ρομάντσο της χρυσής εποχής του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ως επίλογο δανειζόμαστε επιλογές από ένα νοσταλγικό σχόλιο του Δημήτρη Χανού στο βιβλίο του‘‘Τα Λαϊκά Περιοδικά’’-Β’ τόμος (σελ.118).
«Ξεφυλλίζοντας ένα από αυτά τα τεύχη μετά την απομάκρυνση του Μιχάλη Χανούση αναρωτιέται κανείς: ποια σχέση μπορεί να έχει το περιοδικό αυτό με το παλιό Ρομάντσο; Εκείνο το παλιό Ρομάντσο, που έφερνε γλυκές ανατριχίλες στους αναγνώστες του και που περίμεναν με πραγματική λαχτάρα κάθε καινούργιο τεύχος εβδομάδα με εβδομάδα. Που το έπαιρναν με αγάπη και στοργή στα χέρια τους και γύριζαν μια-μια τις όμορφες σελίδες του χαϊδεύοντας με το βλέμμα τα αγαπημένα τους θέματα. (…)
Το περιοδικό γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε μέρες δόξας σαν παραδοσιακό περιοδικό ποικίλης ύλης και διαβάστηκε και αγαπήθηκε από κάθε ελληνική οικογένεια. Ο για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης του (σημ. διευθυντής σύνταξης ήταν πάντα) Μιχάλης Χανούσης το κράτησε αυστηρά στην παραδοσιακή ιδιοσυστασία του, του λαϊκού οικογενειακού περιοδικού ποικίλης ύλης…»