Εξώφυλλο που φιλοτέχνισε ο εικονογράφος Ζήσης Παπαγεωργίου |
Με ιδιαίτερη χαρά δημοσιεύουμε σήμερα το εξαίρετο πόνημά του και τον ευχαριστούμε θερμά για την τιμή που μας έκανε!
Παρατηρείστε την εκπληκτική ομοιότητα που παρουσιάζει το ύφος του κειμένου με τον αυθεντικό τρόπο γραφής του αείμνηστου Στέλιου Ανεμοδουρά, δείγμα του πόσο ο κ. Βλάχος έχει εντρυφήσει στο αξέχαστο ανάγνωσμα που συντρόφευσε δυο τουλάχιστον γενιές ελληνόπουλων!
"Στα νύχια του θανάτου"
(Του Γιώργου Γ. Βλάχου)
Το Παιδί-Φάντασμα, το ηρωικό Ελληνόπουλο, που έχει τάξει τη ζωή του στην απελευθέρωση της πατρίδας του, από τον ζυγό του βάρβαρου κατακτητή, ζει ίσως τις τελευταίες στιγμές του.
Από στιγμή σε στιγμή η μικρή αυτοσχέδια βόμβα, που έχει τοποθετήσει στα βαρέλια με τα καύσιμα στο υπόγειο του γενικού αρχηγείου των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, θα εκραγεί. Και τότε, το ξενοδοχείο-στρατηγείο της Κηφισιάς θα ανατιναχθεί με όλους όσους βρίσκονται σε αυτό.([1])
Μαζί με τους εχθρούς της πατρίδας του θα σκοτωθεί και ο ίδιος, αφού βρίσκεται παγιδευμένος κι άοπλος στην υπόγεια αποθήκη καυσίμων μεταμφιεσμένος σε Γερμανό αξιωματικό. Απέξω τον πολιορκεί σχεδόν ολόκληρη η φρουρά του Αρχηγείου.
Οι Γερμανοί, όμως, δεν τολμούν να του επιτεθούν, επειδή είναι σίγουρο ότι οι σφαίρες από τα αυτόματά τους θα χτυπήσουν και τα βαρέλια με τη βενζίνα κάνοντάς τα να εκραγούν.
Περιμένουν να εκδηλώσει την επίθεσή του πρώτο το Παιδί-Φάντασμα. Αν, ωστόσο ήξεραν πως ο θάνατος τους πλησιάζει με γοργά βήματα, θα είχαν τραπεί σε φυγή για να σωθούν.
Παρόλο, που η κατάσταση είναι απελπιστική ο Γιώργος δεν χάνει το κουράγιο του. Ελπίζει πως έστω και την τελευταία στιγμή θα βρει τον τρόπο να σωθεί.
Η πεποίθησή του, ότι όσο ζει, ελπίζει, τον έχει σώσει σε πολλές παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις. Ακόμα και όταν το χέρι του θανάτου, όπως και τώρα, σχεδόν τον είχε αγγίξει με τα παγωμένα δάχτυλά του. Ξέρει, πως κάποια μέρα μπορεί να σκοτωθεί πολεμώντας τους Γερμανούς. Για αυτό, ο θάνατος δεν τον φοβίζει.
Αλλά αυτή τη στιγμή, ειδικά, υπάρχουν δυο λόγοι για τους οποίους πρέπει να σωθεί με κάθε τρόπο. Πρώτον, επειδή πρέπει να πληροφορηθεί το Συμμαχικό Στρατηγείο στο Κάιρο για το σχέδιο της ‘‘Επιχείρησης Χ’’ των Γερμανών και δεύτερον, επειδή η αγαπημένη του Κατερίνα κινδυνεύει θανάσιμα σε αποστολή, όπου ο ίδιος την έχει στείλει.
Το μόνο που του απομένει, είναι να τα παίξει όλα για όλα και να δράσει αστραπιαία. Έτσι κι αλλιώς είναι καταδικασμένος και δεν έχει να χάσει τίποτα περισσότερο. Αντίθετα, αν το σχέδιό του πετύχει, υπάρχει κάποια ελπίδα να τα καταφέρει, μολονότι οι λογικές πιθανότητες είναι μηδενικές.
Με γοργές κινήσεις αποσπάει το φιτίλι, που κόντευε να φτάσει στο μπαρούτι του αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού. Παίρνει προσεκτικά τις δυο απασφαλισμένες χειροβομβίδες από τη λαβή τους και πλησιάζει στην πόρτα. Τις χτυπάει ελαφρά στον τοίχο για να τις ενεργοποιήσει και αρχίζει να μετράει από μέσα του: ένα, δύο, τρία δευτερόλεπτα…
Ανοίγει απότομα την πόρτα και τις πετάει όσο πιο μακριά μπορεί στον διάδρομο. Και πριν προλάβουν οι Γερμανοί να αντιδράσουν, ξανακλείνει αμέσως την πόρτα κολλώντας το σώμα του στον τοίχο.
Το επόμενο δευτερόλεπτο μια τρομακτική έκρηξη συγκλονίζει το κτίριο καλύπτοντας με τον εκκωφαντικό κρότο της τις κραυγές τρόμου και πόνου των Γερμανών που τον πολιορκούσαν. Το ωστικό κύμα της έκρηξης ξεκολλάει την πόρτα από τους μεντεσέδες της και την πετάει μερικά μέτρα μέσα στο δωμάτιο. Ταυτόχρονα πυκνοί καπνοί γεμίζουν τον χώρο κάνοντας τα μάτια του να τσούξουν.
Σκεπάζει με την παλάμη του το στόμα του και τα ρουθούνια του και ρίχνεται μέσα στους καπνούς. Βγαίνοντας αντικρίζει ένα τοπίο φρίκης και καταστροφής. Γκρεμισμένοι τοίχοι και πεσμένα κορμιά. Ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα κρατώντας πάντα το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του.
Στο ισόγειο τρέχουν πανικόβλητοι στρατιώτες και αξιωματικοί μη ξέροντας τι ακριβώς είχε συμβεί στο υπόγειο, όπου η φρουρά του κτιρίου είχε παγιδέψει έναν πράκτορα του εχθρού.
-Έριξε χειροβομβίδα!… Γρήγορα, όλοι έξω! Η φωτιά θα φτάσει τα βαρέλια της βενζίνας! Το κτίριο θα ανατιναχθεί! τους φωνάζει ο Γιώργος.
Όσοι τον ακούν δεν έχουν κανένα λόγο να μην πιστέψουν έναν Γερμανό αξιωματικό, έστω και με κρυμμένο το πρόσωπο, που τρέχει κι αυτός έξω να σωθεί. Ο πανικός τους πολλαπλασιάζεται, μεταδίδεται και στους υπόλοιπους.
Μέσα στη σύγχυση ο Γιώργος καταφέρνει να βγει από το κτίριο απαρατήρητος .
Ο Γιώργος τρέχοντας φτάνει στο αυτοκίνητο του φον Στούλε, του οποίου έχει πάρει τα χαρακτηριστικά.
Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο μερικά μέτρα μακριά από το Αρχηγείο.
Πηδάει γοργά στη θέση του οδηγού και πριν καλά-καλά κλείσει την πόρτα του, έχει κιόλας ξεκινήσει.
Η βίλα του φον Στούλε βρίσκεται και αυτή στην Κηφισιά. Δεν θα χρειαστεί περισσότερο από δέκα λεπτά για να είναι εκεί.
Προσεύχεται η Κατερίνα να μην έχει φτάσει ακόμα, επειδή είχε ξεκινήσει μετά τον Γιώργο με το ποδήλατό της από το κρησφύγετό τους, κάπου στους Αμπελοκήπους.
Η παγίδα
Στο μεταξύ, η Κατερίνα ανύποπτη για την παγίδα που πάει να πέσει, έχει φτάσει κοντά στη βίλα του φον Στούλε. Αφήνει το ποδήλατο ένα τετράγωνο μακριά και περπατώντας όσο πιο ήρεμα μπορεί πλησιάζει στην είσοδο του μεγάλου κήπου, που περιβάλλει την αρχοντική βίλα-πύργο της Κηφισιάς.
Ο φρουρός στην είσοδο αναγνωρίζει την Μαρλένε Στράους, την όμορφη γραμματέα του φον Στούλε και χαιρετώντας την χαμογελαστά, της ανοίγει την πύλη.
Στο χαμόγελό του υπάρχει μια ελαφριά ειρωνεία, που η Κατερίνα αντιλαμβάνεται. Οι συγκρούσεις της με τον εχθρό όλο αυτόν τον καιρό έχουν εξασκήσει το ένστικτό της και ένα καμπανάκι μέσα της την ειδοποιεί, πως κάτι ύποπτο συμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά ανταποδίδει τον χαιρετισμό στον φρουρό χαμογελώντας και περνάει μέσα στον κήπο. Από τη στιγμή αυτή όλες οι αισθήσεις τίθενται σε κατάσταση συναγερμού.
Ο φρουρός κλείνοντας την πύλη πίσω της μπαίνει στο φυλάκιό του και σηκώνει το ακουστικό του εσωτερικού τηλεφώνου. Ειδοποιεί μονολεκτικά.
-Ήρθε!
Και κατεβάζει το ακουστικό.
Η Κατερίνα ψάχνει με το βλέμμα της ολόγυρα για τον κίνδυνο, που νιώθει να την παραμονεύει. Με την άκρη του ματιού της προλαβαίνει να δει τη σιλουέτα ενός άνδρα πίσω από τα κλειστά τζάμια σε παράθυρο του δεύτερου ορόφου.
Ο άνδρας αποτραβιέται γρήγορα πίσω από το παράθυρο, μόλις η Κατερίνα άρχισε να σηκώνει το βλέμμα της προς τα πάνω.
Σαν να μη συμβαίνει τίποτα η Ελληνοπούλα πλησιάζει με σταθερό βήμα στη μαρμάρινη σκάλα του μεγαλόπρεπου πέτρινου οικήματος. Κοιτάζει γύρω της και με μια αστραπιαία κίνηση κρύβεται πίσω από έναν φουντωτό θάμνο, που την καλύπτει ολόκληρη.
Περιμένει λίγα λεπτά και η έμπνευσή της να κρυφτεί ανταμείβεται. Η πόρτα της εισόδου ανοίγει. Στο κατώφλι εμφανίζεται ένας άνδρας. Ήταν ο ίδιος που η Κατερίνα είχε προσέξει να την παρακολουθεί από το παράθυρο.
Περιφέρει το βλέμμα του απορημένος και μη βλέποντας πουθενά την κοπέλα βγάζει από την τσέπη του ένα πιστόλι και με γοργά βήματα κατεβαίνει στον κήπο. Σχεδόν τρέχοντας παίρνει το πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Η Κατερίνα περιμένει να στρίψει πρώτα στη γωνία και ύστερα βγαίνοντας γρήγορα από την κρυψώνα της μπαίνει στο σπίτι από την ανοικτή και αφύλακτη πόρτα.
Ο Γιώργος της είχε εξηγήσει τα κατατόπια και δεν δυσκολεύεται να βρει το γραφείο του φον Στούλε στο ισόγειο. Η πόρτα του γραφείου είναι κλειστή, αλλά όχι κλειδωμένη. Την ανοίγει χωρίς δισταγμό και μπαίνει μέσα κλείνοντάς την πίσω της.
Τρέχει στο βαρύ δρύινο γραφείο του Γερμανού συνταγματάρχη. Πάνω-πάνω σε μια στοίβα από φακέλους εντοπίζει το ντοσιέ με τον κώδικα αποκρυπτογράφησης της ‘‘Επιχείρησης Χ’’.
Η Κατερίνα ανοίγει βιαστικά το ντοσιέ βγάζει από την τσέπη της μια μικροσκοπική αλλά με πανίσχυρο φακό φωτογραφική μηχανή και φωτογραφίζει με ταχύτητα τις τρεις-τέσσαρες σελίδες του εγγράφου με τον μυστικό κώδικα. Ύστερα ρίχνει τη μηχανή στην τσέπη της φούστας της κλείνει το ντοσιέ, το ξαναβάζει στη θέση του και κρύβεται πίσω από τον καναπέ στον τοίχο.
Ήταν καιρός, γιατί στον διάδρομο ακούγονται βιαστικά βήματα. Η πόρτα ανοίγει απότομα και στο κατώφλι της εμφανίζεται το πρόσωπο του άντρα, που την έψαχνε προηγουμένως. Στο χέρι του κρατάει προτεταμένο το πιστόλι του έτοιμος να πυροβολήσει. Ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο. Διαπιστώνει πως το πολύτιμο ντοσιέ βρίσκεται στη θέση του, πλησιάζει το ανοίγει και διαπιστώνει ότι τα έγγραφα είναι στη θέση τους και με έναν στεναγμό ανακούφισης βγαίνει από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Η Κατερίνα μην ακούγοντάς τον να απομακρύνεται στον διάδρομο, υποθέτει πως θα έχει κρυφτεί κάπου έξω περιμένοντάς την για να την υποδεχτεί κατάλληλα.
Παρά τη δύσκολη θέση της, χαμογελάει με το πάθημά του και αφού παραμένει λίγα λεπτά στην κρυψώνα της για να βεβαιωθεί πως δεν θα μπει κάποιος ξαφνικά στο δωμάτιο, σηκώνεται και με αθόρυβα βήματα πλησιάζει στο παράθυρο. Κοιτάζει έξω με προφυλάξεις και το ανοίγει. Διασκελίζει το περβάζι και πηδάει ανάλαφρα σαν γάτα στο έδαφος του κήπου από ύψος λιγότερο από τρία μέτρα.
Τοίχο-τοίχο και πίσω από τους φουντωτούς θάμνους στο παρτέρι θέλει να φτάσει στη γωνία και από εκεί να βρει κάποιο τρόπο να βγει από τον κήπο αποφεύγοντας την κεντρική πύλη.
Ένα πλατάνι στον μαντρότοιχο από την άλλη μεριά του κεντρικού δρόμου ρίχνει μερικά κλαδιά του στον απόμερο δρόμο. Για την άριστα γυμνασμένη Κατερίνα είναι παιχνιδάκι να σκαρφαλώσει στο δένδρο και από εκεί να πηδήξει στον δρόμο.
Ετοιμάζεται να διασχίσει την απόσταση τρέχοντας, όταν μια φωνή πίσω της σε ειρωνικό τόνο την διατάζει:
-Ακίνητη, φροϊλάιν Στράους, ή μήπως φροϊλάιν Κατερίνα;
Η Κατερίνα γυρίζει ξαφνιασμένη. Από τη γωνία είχε ξεπροβάλει ένας Γερμανός στρατιώτης κρατώντας στα χέρια του ένα πιστόλι. Αφού ξεπερνάει την πρώτη έκπληξη, είναι η σειρά της να αιφνιδιάσει τον στρατιώτη.
Μετράει με το βλέμμα την απόσταση που τους χωρίζει. Δεν είναι περισσότερο από δυο μέτρα. Γέρνει το κορμί της σαν να θέλει να φύγει προς τα εκεί. Ο στρατιώτης στρέφει ελαφρά τη σκόπευση του πιστολιού του και αρχίζει να πιέζει τη σκανδάλη.
Τότε η Κατερίνα αστραπιαία ορμάει πάνω του και τον πιάνει από τον καρπό. Με μια απότομη λαβή του σηκώνει το χέρι ψηλά, καθώς αυτός έχει πατήσει τη σκανδάλη και η σφαίρα ταξιδεύει στον ουρανό. Η επόμενη κίνηση της Κατερίνας υποχρεώνει τον Γερμανό να αφήσει το πιστόλι να του πέσει στο έδαφος.
Ο φρουρός όμως είναι χειροδύναμος και εκπαιδευμένος. Αντιδρά ακαριαία αναγκάζοντας την Κατερίνα από επιτιθέμενη να βρεθεί σε θέση άμυνας.
Το Παιδί-Φάντασμα επεμβαίνει
Την ίδια ώρα έξω από τη βίλα το αυτοκίνητο του φον Στούλε με τον Γιώργο φρενάρει απότομα κάνοντας τα λάστιχα να στριγκλίσουν καθώς σέρνονται στην άσφαλτο. Το ηρωικό Ελληνόπουλο με τα χαρακτηριστικά και τη στολή του Γερμανού συνταγματάρχη βγάζει το κεφάλι του από το παράθυρο και διατάζει τον φρουρό.
-Άνοιξε γρήγορα την πόρτα!
Ο Γερμανός στρατιώτης αναγνωρίζει τον ‘‘φον Στούλε’’ και τσακίζεται να υπακούσει.
Καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει την πύλη ο φαντάρος χαιρετά στρατιωτικά και ταυτόχρονα πληροφορεί τον προϊστάμενό του.
-Μέσα στο σπίτι βρίσκεται μια κατάσκοπος του εχθρού, συνταγματάρχα μου!..
-Το ξέρω, ηλίθιε!.. Για αυτό βιάζομαι!
Παρά τον άψογο τρόπο με τον οποίον υποδύεται τον Γερμανό συνταγματάρχη της γερμανικής Αντικατασκοπείας, ένα παγωμένο χέρι σφίγγει την καρδιά του Γιώργου. Θα προλάβει ζωντανή την Κατερίνα;
Διασχίζει τον στρωμένο με γαρμπίλι διάδρομο πατώντας ως το τέρμα το γκάζι κάνοντας τη μηχανή του αυτοκινήτου να μουγκρίσει σαν πληγωμένο θηρίο. Οι ρόδες πατινάρουν στο μαλακό χαλίκι του διαδρόμου αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.
Μόλις φτάνει στη σκάλα της βίλας και πριν καλά-καλά το αυτοκίνητο σταματήσει ο Γιώργος έχει πηδήξει έξω από αυτό κρατώντας το πιστόλι που υπήρχε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Δεν ξέρει πού είναι η Κατερίνα, αλλά μάλλον θα την έχουν πιάσει και θα την ανακρίνουν στο υπόγειο, ή στο γραφείο του συνταγματάρχη.
Δεν προλαβαίνει να ανέβει τη σκάλα, όταν ακούει τον πυροβολισμό από το πίσω μέρος της βίλας. Σταματάει και τρέχοντας με μεγάλους διασκελισμούς κατευθύνεται προς τα εκεί.
-Κατερίνα! βογκάει με απόγνωση, καθώς ξεχώρισε από τον κρότο του πυροβολισμού, ότι επρόκειτο για λούγκερ, πιστόλι που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί στρατιώτες.
Στρίβει στη γωνία με την καρδιά σφιγμένη για το τι πρόκειται να αντικρίσει και βλέπει τον Γερμανό να έχει καταφέρει μια δυνατή γροθιά στην Ελληνοπούλα. Αυτή με ένα βογκητό πόνου πέφτει προς τα πίσω μισοχάνοντας τις αισθήσεις της. Ο Γερμανός σκύβει παίρνει το πιστόλι του και τη σημαδεύει περιμένοντάς την να συνέλθει.
Ο Γιώργος επανακτεί την ψυχραιμία του και με σταθερή φωνή φωνάζει στον φρουρό.
-Μπράβο, στρατιώτη!..
Ο φρουρός γυρίζει ξαφνιασμένος και βλέπει μπροστά του τον συνταγματάρχη φον Στούλε. Στέκεται σε στάση προσοχής. Κατόπιν χτυπώντας τη μπότα του με δύναμη στο έδαφος σηκώνει το δεξί του χέρι, που κρατά ωστόσο ακόμα το πιστόλι και χαιρετά ναζιστικά.
-Χάιλ, Χίτλερ!
-Ζιγκ χάιλ! του ανταποδίδει ο Γιώργος τον χαιρετισμό.
Η Κατερίνα αρχίζει να σηκώνεται αργά. Ο Γιώργος την βλέπει και προτείνοντάς της το πιστόλι του την διατάζει άγρια.
-Μείνε εκεί που είσαι, φροϊλάιν Κατερίνα!… Εγώ θα σου πω πότε θα σηκωθείς!.. Ω, τα θερμά μου συγχαρητήρια για την άψογη μεταμφίεσή σας.. Αν δεν το ήξερα, ούτε κι εγώ θα μπορούσα να σε ξεχωρίσω από την Μαρλένε Στράους, τη γραμματέα μου!
Στο μεταξύ έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό και ο άνδρας που έψαχνε την Κατερίνα προηγουμένως, εμφανίζεται τρέχοντας από την άλλη μεριά του σπιτιού. Στο χέρι του κρατάει κι αυτός πιστόλι έτοιμος να πυροβολήσει. Το κατεβάζει μόλις διαπιστώνει ότι η κατάσταση ελέγχεται από τον Γερμανό στρατιώτη και τον προϊστάμενό του συνταγματάρχη φον Στούλε.
Ο Γιώργος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον λοχαγό Χάινριχ Μέγκελ, βοηθό του διοικητή της Ες-Ντε στην Αθήνα.
Ανταλλάσσουν τον ναζιστικό χαιρετισμό και το Παιδί-Φάντασμα με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή, να μην κάνει κάποιο μοιραίο λάθος στη συμπεριφορά του, ρωτάει τον λοχαγό.
-Μπήκε στο γραφείο μου;
Δεν το νομίζω, συνταγματάρχα μου. Όπως μας είχατε ειδοποιήσει, την περιμέναμε να έρθει. Μόλις μπήκε στον κήπο, ο φρουρός της πύλης με ενημέρωσε και την παρακολουθούσα καθώς ερχόταν στο σπίτι. Φαίνεται, όμως, πως κατάλαβε την παγίδα και δεν χτύπησε να της ανοίξουμε. Προφανώς έψαχνε να βρει κάποια άλλη είσοδο να μπει κρυφά…
Όσο μιλούσε ο λοχαγός, ο Γιώργος κάνει μια αδιόρατη συνθηματική κίνηση στην Κατερίνα για να καταλάβει ότι είναι αυτός και όχι ο πραγματικός φον Στούλε.
-Κατέβηκα στον κήπο κι έψαξα να την βρω. Θα είχε κρυφτεί κάπου περιμένοντας μια κατάλληλη ευκαιρία.
-Δηλαδή, δεν πρόλαβε να μπει στο γραφείο μου;
-Ασφαλώς και όχι! Το ντοσιέ σας βρίσκεται απείραχτο πάνω στο γραφείο σας, όπως το είχατε αφήσει.
Με την άκρη του ματιού του ο Γιώργος προσέχει την Κατερίνα, που με ένα ανεπαίσθητο βλέμμα του δείχνει την τσέπη της.
-Πολύ καλά, λοχαγέ. Τότε δεν χρειάζεται να την ψάξουμε, λοιπόν. Πώς την πιάσατε;
-Διέταξα επιφυλακή και φαίνεται ότι ο φρουρός την είδε, καθώς θα ετοιμαζόταν να μπει από κάποιο ανοικτό παράθυρο του ισογείου.
-Γιαβόλ, χερ άουπτμαν (Μάλιστα, κύριε λοχαγέ), τον επιβεβαίωσε ο στρατιώτης.
-Ζερ γκουτ! (πολύ καλά!), χαμογέλασε με φανερή ικανοποίηση ο Γιώργος, αλλά μόνον η Κατερίνα κατάλαβε, πού οφειλόταν η ικανοποίησή του…
-…Και τώρα αγαπητή μας Κατερίνα θα πρέπει να μας απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις. Από τη συνεργασία σας θα εξαρτηθεί το πόσο καλά θα σας φερθούμε μέχρι το εκτελεστικό απόσπασμα, όπου χωρίς καμιά λύπη ομολογώ, ότι δεν θα το αποφύγετε. Απλώς θα αποφύγετε κάποιες επώδυνες για σας διαδικασίες. Δεν πρόκειται να σας ρωτήσω, πού θα βρω το Παιδί-Φάντασμα, γιατί ξέρω πού είναι. Αν υπολογίζω σωστά την ώρα, θα πρέπει τώρα να βρίσκεται στο πλησιέστερο ανακριτικό γραφείο της Γκεστάπο!.. Απέτυχε κι αυτός στη δική του αποστολή στο Αρχηγείο και συνελήφθη, επειδή κατάφερα εγώ να δραπετεύσω έγκαιρα!..
Η Κατερίνα καταφέρνει να δώσει στο πρόσωπό της το χρώμα της νεκρικής χλωμάδας σαν αυτό που άκουγε να ήταν αλήθεια.
Από τα στήθη της βγαίνει ένα ξέπνοο βογκητό οδύνης, που κάνει τον Γιώργο να θαυμάσει την ηθοποιία της.
-Από ό,τι καταλαβαίνω η σύλληψή του θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα στη συνεργασία μας, της λέει ο Γιώργος με τόνο ειρωνείας επιτυγχάνοντας κι αυτός με τη σειρά του να παίξει θαυμάσια τον ρόλο του Γερμανού… Πού κρατάτε αιχμάλωτη τη γραμματέα μου τη φροϊλάιν Στράους; Ξέρετε, γνωρίζει πολλά για τη δουλειά που κάνω και μου είναι απαραίτητη.
-Πιστεύεις, Γερμανέ, ότι θα με κάνεις να σου πω; Τον ρωτάει η Κατερίνα με προσποιητή περιφρόνηση στον τόνο της φωνής της.
Ο Γιώργος ευχαριστεί από μέσα του τον Θεό, γιατί η Κατερίνα του έδωσε την απάντηση που ήθελε και με το ύφος που έπρεπε.
-Θα προσπαθήσω, τότε λοιπόν, να μάθω αυτό που θέλω με τρόπο καθόλου ευχάριστο για σένα!.. Λοχαγέ, πάρε την και έλα μαζί μου. Θα την πάμε να την ανακρίνουμε στο αρχηγείο μας.
-Με όλο τον σεβασμό, συνταγματάρχα μου, αυτό είναι δουλειά της Γκεστάπο. Γιατί δεν τους ειδοποιούμε, να έρθουν για να την παραλάβουν;
-Γιατί, αυτοί εκεί πέρα δεν θα ενδιαφερθούν να μου βρουν τη γραμματέα μου. Θα την σακατέψουν προσπαθώντας να μάθουν άλλες πληροφορίες, που και αυτές πάλι αφορούν περισσότερο εμάς παρά αυτούς. Πάμε!
Το επιχείρημα του Γιώργου ήταν απόλυτα κατανοητό σε κάθε Γερμανό αξιωματικό, που ήξερε την αντιπαλότητα στα όρια του μίσους ανάμεσα στις διάφορες μυστικές υπηρεσίες των δυνάμεων Κατοχής.
-Στις διαταγές σας, μάιν χερ όμπερστ! (κύριε συνταγματάρχα μου!).
Ο Γιώργος σπρώχνει την Κατερίνα προς το αυτοκίνητο πιέζοντας ελαφρά το πιστόλι του στα πλευρά της.
-Θα οδηγήσεις εσύ, λοχαγέ και θα την προσέχω εγώ. Κι εσύ, λέει στον φρουρό, ειδοποίησε το Αρχηγείο, να ετοιμαστούν για ανάκριση τρίτου βαθμού. Τους πηγαίνω μια επικίνδυνη και επικηρυγμένη κατάσκοπο του εχθρού.
-Γιαβόλ, χερ όμπερστ! λέει ο φρουρός και χαιρετώντας ναζιστικά κάνει μεταβολή και τρέχει προς το σπίτι να εκτελέσει τις διαταγές του συνταγματάρχη.
Ο λοχαγός Χάινριχ Μένγκελ κάθεται στο τιμόνι, και ο ‘‘φον Στούλε’’ με την Κατερίνα, στην οποία έχουν φορέσει στο μεταξύ χειροπέδες, κάθονται στο πίσω κάθισμα.
Η κούρσα παίρνει αργά τον δρόμο για την Αθήνα. Δευτερόλεπτα αφότου έχει στρίψει στη γωνία του δρόμου, ο Γιώργος ακούει τη σειρήνα μοτοσικλέτας της Φελντ Πολιτσάι (Στρατιωτική Αστυνομία) που σταματούσε έξω από τη βίλα του φον Στούλε. Καταλαβαίνει, ότι κάτι συμβαίνει. Τη σειρήνα, όμως την έχει ακούσει και ο Μένγκελ.
-Κάτι τρέχει, κύριε συνταγματάρχα. Η σειρήνα της αστυνομίας!.
-Ναι! Σταμάτησε και κάνε στροφή να γυρίσουμε!. Πρέπει να δούμε τι συμβαίνει!
Ο λοχαγός φρενάρει το αυτοκίνητο, αλλά δεν προλαβαίνει να κάνει τη μανούβρα να επιστρέψει. Η κάνη του πιστολιού, που κρατούσε ο Γιώργος, προσγειώνεται με δύναμη στη βάση του κρανίου του και ο λοχαγός με έναν βαθύ αναστεναγμό χάνει τις αισθήσεις του γέρνοντας πάνω στο τιμόνι.
Ο Γιώργος βγαίνει γοργά από το πίσω κάθισμα, τραβάει τον αναίσθητο Γερμανό και τον αφήνει στο πεζοδρόμιο. Κάθεται στη θέση του οδηγού και αναπτύσσει ταχύτητα.
Κοντά στο Γηροκομείο στρίβουν αριστερά στην Κηφισίας και εγκαταλείπουν το γερμανικό αυτοκίνητο σε ένα στενό. Ο Γιώργος απαλλάσσεται από τη γερμανική στολή που φορούσε πάνω από τα δικά του ρούχα και συνεχίζουν με τα πόδια ως το κρησφύγετό τους μια μονοκατοικία κάπου στο τέρμα Αμπελοκήπων.
Το μπλόκο
Έχουν περάσει κάμποσες μέρες από τα δραματικά γεγονότα της Κηφισιάς, που παραλίγο να στοίχιζαν στα ηρωικά Ελληνόπουλα τη ζωή τους και στους Συμμάχους μια βαριά ήττα.
Οι Γερμανοί ματαίωσαν την ‘‘Επιχείρηση Χ’’, αφού χάρη στα κλειδιά αποκρυπτογράφησης του κώδικά της εξαρθρώθηκε η ομάδα των σαμποτέρ, που θα πραγματοποιούσε το πρώτο μέρος.
Ο Όττο φον Στούλε ήταν ανάμεσα στους νεκρούς της έκρηξης και η Μαρλένε Στράους αφέθηκε ελεύθερη. Το πατριωτικό δικαστήριο δεν βρήκε τίποτα που να ενοχοποιεί τη νεαρή Γερμανίδα γραμματέα του Στούλε για εγκλήματα κατά των υπόδουλων Ελλήνων.
Τέλος, τα τρία παιδιά άλλαξαν κρησφύγετο, επειδή το σπίτι στους Αμπελοκήπους ήταν ήδη γνωστό στις γερμανικές υπηρεσίες. Μένουν τώρα κάπου στη Νεάπολη, μια συνοικία στους πρόποδες του Λυκαβηττού, όπου η παρουσία των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών δεν είναι αρκετά συχνή.
Κόντευαν τέσσαρες τα χαράματα, όταν το εξασκημένο αυτί του Γιώργου, πάντα σε επιφυλακή, ακόμα κι όταν κοιμάται, πιάνει διάφορους παράξενους θορύβους. Θορύβους, που δεν ταιριάζουν ούτε στην ώρα, ούτε στην περιοχή. Μηχανές μοτοσικλετών στο ρελαντί και βαριά πατήματα στο δρόμο από γερμανικές μπότες.
Πετάγεται από το κρεβάτι του και ανεβαίνει στη μικρή ταράτσα του σπιτιού για να δει καλύτερα. Παρότι είναι σκοτάδι, δεν δυσκολεύεται να ξεχωρίσει σκιές Γερμανών στρατιωτών. Ακροβολίζονται στις γωνιές των δρόμων κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερο θόρυβο.
Μπλόκο!..
Κατεβαίνει γρήγορα κάτω, ξυπνάει την Κατερίνα και τον Σπίθα. Όσο να ετοιμαστούν οι φίλοι του αυτός σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου για να ειδοποιήσει την ομάδα κρούσης της οργάνωσής του, αλλά η γραμμή είναι βουβή! Το τηλέφωνο είναι κομμένο!
Με ψύχραιμες κινήσεις πιέζει την αδιόρατη εσοχή στον τοίχο και αργά αποκαλύπτεται η μυστική κρύπτη του ασυρμάτου, όπου υπάρχει σε όλα τα κρησφύγετα της οργάνωσης. Θα καλέσει την ομάδα κρούσης με τον ασύρματο μέσω των συμμαχικών πρακτόρων.
Συντονίζει γοργά στο μήκος κύματος άμεσης ανάγκης, ενώ η Κατερίνα παρακολουθεί τον δρόμο από τις γρίλιες των κλειστών πατζουριών. Ο Γιώργος έχει πιάσει επαφή και επαναλαμβάνει τον συνθηματικό κωδικό μερικές φορές, όταν η Κατερίνα του φωνάζει με αγωνία:
-Γιώργο κλείσε τον ασύρματο! Πλησιάζουν Γερμανοί με φορητό ραδιογωνιόμετρο… Μας έχουν εντοπίσει!
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Γιώργος έχει διακόψει την σύνδεση και πατώντας το κουμπί κλείνει τη μυστική κρύπτη. Κοιτάζει τους φίλους του με αγωνία.
Το σπίτι που μένουν δεν έχει ούτε κρυφό δωμάτιο, ούτε έξοδο διαφυγής.
Το Παιδί-Φάντασμα, όμως που το μυαλό του γεννάει λύσεις με απίστευτα γρήγορες στροφές όταν ο κίνδυνος γίνεται θανάσιμος, θυμάται κάτι άλλο. Ότι στο ένα από τα δωμάτια υπάρχει μια ντουλάπα με τα ρούχα ακόμα των προηγουμένων ενοίκων του: ενός γέρικου ζευγαριού, που είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν από τις στερήσεις της Κατοχής.
-Γρήγορα! φωνάζει στους φίλους του και τρέχει στο δωμάτιο…
Λίγα λεπτά αργότερα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα από υποκόπανους τουφεκιών την κάνουν να τρίξει λες και θα ξεχαρβαλωνόταν από τους μεντεσέδες της.
-Ανοίξτε, εν ονόματι του Φύρερ ακούγεται στα γερμανικά μια βαριά φωνή.
Σούρσιμο από γέρικα πόδια ακούγεται από μέσα, η πόρτα ανοίγει και στο άνοιγμά της προβάλλει το φοβισμένο κεφάλι ενός γέρου με κάτασπρα μαλλιά και ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά προχωρημένης μυωπίας στα μάτια του.
-Τι θέλετε; Μη μας κάνετε κακό!.. Χάιλ Χίτλερ!.. Χάιλ Χίτλερ! κλαψουρίζει ο γέρος με φωνή που τρέμει από τον φόβο του, αλλά και από τα γηρατειά του.
-Κάνε στην άκρη, γέρο! του φωνάζει με άγρια σφυριχτή φωνή ο Γερμανός και με τον υποκόπανο τον σπρώχνει βίαια. Αν ο γέρος δεν κρατιόταν από την πόρτα θα έπεφτε κάτω.
Ο λοχίας και ένας από τους δυο στρατιώτες του αποσπάσματος μπαίνουν στο φτωχικό σπίτι με τα όπλα τους έτοιμα για δράση. Πίσω από το γέρο κρύβεται μαζεμένη μια καμπουριασμένη γριούλα, που τρέμει κι αυτή από το φόβο της.
Ο λοχίας αρχίζει να ψάχνει το σπίτι, ενόσω ο στρατιώτης κρατάει κάτω από την απειλή του όπλου του το γέρικο ζευγάρι, που αγκαλιασμένο προσπαθεί να δώσει κουράγιο ο ένας στον άλλον.
Ανοίγει την κλειστή πόρτα του άλλου δωματίου και το θέαμα που βλέπει μπροστά του τον κάνει να γελάσει τρανταχτά.
Βλέπει ένα χοντρό κορίτσι με φακίδες και αποβλακωμένη έκφραση μισοξαπλωμένο στο κρεβάτι να κλαψουρίζει σαν πληγωμένος πίθηκος. Στο κεφάλι του φοράει μια πολύχρωμη βρώμικη μαντίλα του που αφήνει να ξεπετάγονται δυο κατσαρές κοτσίδες.
Έχει χώσει τα δάχτυλα της μιας παλάμης του στο στόμα του και τα πιπιλάει, όσο κλαψουρίζει.
- Βας ιστ ντας; (Τι είναι τούτο;) ρωτάει τον γέρο προσπαθώντας να κάνει τη φωνή του άγρια, αλλά το γέλιο που ανεβαίνει στο στήθος, από το θέμα που αντικρίζει, δεν τον αφήνει.
- Η κόρη μας!.. Είναι άρρωστη, μην την πειράξετε σας παρακαλώ!.. Χάιλ Χίτλερ!.. Χάιλ Χίτλερ! μουρμουρίζει παρακαλετά ο γέρος.
Απότομα ο Γερμανός αλλάζει όψη και με άγριο τόνο ρωτάει τον γέρο.
-Φουνκ-γκεραίτ!.. Βο ιστ φουνκ-γκεραίτ; (Πού είναι ο ασύρματος;)
-Όχι, παλικάρι μου!.. Δεν έχουμε καθόλου τρόφιμα! συνέχισε να κλαψουρίζει ο γέρος. Χάιλ Χίτλερ!.. Χάιλ Χίτλερ!…
Οργισμένος ο Γερμανός λοχίας δίνει μια απότομη σπρωξιά στον γέρο, που κουτρουβαλάει σε μια γωνιά του δωματίου. Η γριά σπεύδει κουτσαίνοντας να τον σηκώσει, ενώ οι δυο Γερμανοί βγαίνουν από το σπίτι. Ο λοχίας μουρμουρίζει:
-Λάθος έκανε το διαβολομηχάνημα. Δυο ψόφιοι γέροι κι ένα βλαμμένο κορίτσι υπάρχουν μόνον εδώ μέσα. Μπρος, στα άλλα σπίτια!…
Όταν οι Γερμανοί έχουν απομακρυνθεί αρκετά ο ‘‘γέρος’’ με έναν αναστεναγμό ανακούφισης τινάζει την άσπρη σκόνη που άσπριζε τα μαλλιά του. Το ίδιο κάνει και η ‘‘γριά’’, ενώ στο κατώφλι του δωματίου εμφανίζεται το ανεκδιήγητα άσχημο κορίτσι φορώντας ένα μακρύ νυχτικό ώς τα πόδια έχοντας ακόμα τα δάχτυλα του χεριού του στο στόμα και τα πιπιλάει.
-Έλα, Σπίθα! Βγάλε τα δάχτυλά σου από το στόμα και πάψε να έχεις αυτό το ηλίθιο βλέμμα! λέει ο Γιώργος στο χοντρό παιδί.
Ο Σπίθας βγάζει τα δάχτυλά του από το στόμα του και του απαντάει θυμωμένα.
-Κανένας, έως τώρα, δεν μου έχει πει ότι έχω ηλίθιο βλέμμα!
-Σώπα, καλέ! του κάνει ειρωνικά η Κατερίνα.
-Μανούλα μου!.. Λίγο να τα κράταγα ακόμα στο στόμα μου θα τα έτρωγα από την πείνα μου! Και μετά, πώς θα κρατούσα κανένα μπούτι από μοσχάρι!… Θα πέθαινα από την πείνα!
-Θα το κρατούσες με το άλλο χέρι! του λέει ο Γιώργος σκασμένος στα γέλια.
-Έξυπνος που είσαι, κύριε Γιώργο.. Το άλλο χέρι χρειάζεται για άλλη δουλειά!
-Ποια άλλη δουλειά, Σπίθα; τον ρωτάει η Κατερίνα. Κάνεις και καμιά άλλη δουλειά από το να το τρως;
-Το έχω για να κρατάω ένα άλλο μπούτι! Από γουρουνόπουλο! Μανούλα μου και πάλι μανούλα μου! Το φαντάζεσαι, Κατερίνα, μια μπουκιά μπούτι μοσχαρίσιο από εδώ και μια μπουκιά μπούτι χοιρινό από εκεί! Ωχ, τι ήθελα και είπα ‘‘μπούτι;’’ Τώρα μου άνοιξε η όρεξη για τα καλά και από τη συγκίνηση αρχίζω να χωνεύω το άδειο στομάχι μου. Μου φαίνεται, πως τελικά από την πείνα θα φάω τα δάχτυλά μου! Τόσην ώρα τζάμπα τα μαλάκωνα;
Ξαναβάζει τα δάχτυλα του στο στόμα του.
-Μμμμ! Νόστιμα, που είναι τα άτιμα!.. Σαν καλοψημένα πιτσουνάκια!
Και τα δαγκώνει με δύναμη κάνοντας τον… εαυτό του να ουρλιάξει από τον πόνο!..
Η λεμονόκουπα, το καρβέλι και ο… σπίνος
Ο Σπίθας έχει τελειώσει μια αποστολή που του είχε αναθέσει ο Γιώργος και κατηφορίζει στην οδό Σταδίου περπατώντας αργά για να μη ξοδεύει δυνάμεις, πράγμα που θα έκανε τη λιγούρα του να πιο πιεστική.
Δύο από τις αισθήσεις του, η όραση και η όσφρηση βρίσκονται σε επιφυλακή. Στους σκουπιδοτενεκέδες έξω από την Κομάντο Πιάτσα, το ιταλικό φρουραρχείο, ελπίζει με τη βοήθειά τους να βρει τίποτα αποφάγια από το μεσημεριανό συσσίτιο των Ιταλών.
Βρίσκει μονάχα μια λεμονόκουπα, γιατί άλλοι πεινασμένοι Αθηναίοι είχαν περάσει πριν από αυτόν. Την αρπάζει με λαχτάρα και τη δαγκώνει με ένα μουγκρητό ευχαρίστησης. Ούτε που νιώθει την ξινή πικράδα της στυμμένης λεμονόκουπας. Ανοίγει το στόμα του για να βάλει σ’ αυτό το υπόλοιπο κομμάτι, όταν το χέρι του μένει μετέωρο από τις φωνές ενός Ιταλού και ποδοβολητό.
- Πόρκο γκρέκο, φέρμα! (στάσου!)…
Ο Σπίθας γυρίζει και βλέπει ένα Ιταλό στρατιώτη να κυνηγάει ένα παιδί ούτε δέκα χρονών που κρατά στην αγκαλιά του μια κουραμάνα και τρέχει σαν διάολος. Έρχονται προς το μέρος του.
- Τι αματσερό (θα σε σκοτώσω!) φωνάζει και βγάζει το πιστόλι του από τη θήκη σημαδεύοντας το παιδάκι, ενώ συνεχίζει να το καταδιώκει.
Το παιδάκι σκοντάφτει σε μια λακκούβα και το καρβέλι πέφτει από την αγκαλιά του, αλλά αυτο συνεχίζει να τρέχει.
Μόλις το παιδάκι περνάει από μπροστά του ο Σπίθας κάνει ένα πλάγιο βήμα και ο Ιταλός που δεν προλαβαίνει να αποφύγει τον χοντρό όγκο του Ελληνόπουλου πέφτει πάνω του. Από τη σύγκρουση παραπατάει έτοιμος να πέσει.
Οργισμένος στρέφει το πιστόλι του στον Σπίθα. Αυτός δεν του δίνει τον χρόνο να πατήσει τη σκανδάλη. Με ταχύτητα αστραπής δίνει ένα κοφτό δυνατό χτύπημα στον καρπό του Ιταλού που τον υποχρεώνει να αφήσει το πιστόλι του να πέσει κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο.
Με εκπληκτική για τον όγκο του ταχύτητα το χοντρό αιώνια πεινασμένο παιδί πιάνει τον Ιταλό από το πέτο της χλαίνης του.
-Μη μου ανοίγεις περισσότερο την όρεξη, βρωμο-μακαρονά! μουγκρίζει και με το άλλο χέρι του, αυτό που κρατά της λεμονόκουπα τη χώνει στα μάτια του στρατιώτη και την πιέζει με δύναμη στις κόγχες τους. Τα απομεινάρια του ξινού χυμού είναι αρκετά για να τυφλώσουν προσωρινά τον Ιταλό. Αυτός εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια αντίδρασης και πιάνει τα μάτια του που τσούζουν ανυπόφορα. Ανάμεσα στα ουρλιαχτά πόνου ξεχωρίζουν και μερικές από τις χειρότερες ιταλικές βρισιές.
-Α, πολλά κακά λόγια, λες αμίκο!.. λέει ο Σπίθας και με ένα γρήγορο κοφτό χτύπημα στη βάση του σβέρκου του τον κάνει να χάσει τις αισθήσεις του. Ο Σπίθας τον αφήνει να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο σαν άδειο σακί.
Σκύβει και παίρνει το πιστόλι του αναίσθητου Ιταλού και ψάχνει με το βλέμμα του για το πιτσιρίκι. Το βλέπει να έχει κουρνιάσει στο βαθούλωμα μιας πόρτας και να παρακολουθεί τη σκηνή με τα γεμάτα σπιρτάδα μάτια του.
Κάποιοι περαστικοί που βρέθηκαν μάρτυρες στο επεισόδιο τρέχουν να εξαφανιστούν. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο δρόμος θα έχει γεμίσει Ιταλούς και θα πιάσουν όσους βρουν μπροστά τους για ομήρους.
Το χοντρό και καθυστερημένο στο μυαλό αγόρι με την τεράστια καρδιά και το ασύνορο θάρρος σηκώνει από κάτω και το καρβέλι. Πλησιάζει το παιδάκι και του το δίνει. Αυτό ψελλίζει ένα ‘ευχαριστώ’, το αρπάζει και εξαφανίζεται τρέχοντας στην πρώτη γωνία.
Το χοντρό παιδί σαν να μη συμβαίνει τίποτα, απομακρύνεται αργά. Στρίβει στην ίδια γωνία που είχε στρίψει το παιδάκι, αλλά αυτό έχει γίνει άφαντο.
Ο Σπίθας θυμάται το καρβέλι που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του το παιδάκι κι ένας κόμπος σαν κοτρόνα στέκεται στο στομάχι του. Τα μάτια του βουρκώνουν από απελπισία.
-Μανούλα μου, μουρμουρίζει… Αυτό το καρβέλι θα με κράταγε ζωντανό για μισή ώρα τουλάχιστο παραπάνω.. Θα κάτσω σε εκείνα τα σκαλιά να πεθάνω από την πείνα!..
Και κάθεται. Κρύβει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και κουλουριασμένος περιμένει να… πεθάνει.
Από κάπου ψηλά ακούει μελωδικό τιτίβισμα πουλιού που θυμίζει κάτι μεταξύ καναρινιού και καρδερίνας. Σηκώνει το βλέμμα του να το δει.
-Έστω και ψητό καναρίνι.. Κοτόπουλο σε περίληψη.. Θα με στυλώσει να φτάσω σπίτι να πεθάνω ανάμεσα στους φίλους μου!
Αλλά ψηλά δεν βλέπει τίποτα. Το ακούει δίπλα του. Κρυφοκοιτάζει για να το αρπάξει, αλλά πάλι δεν βλέπει τίποτα.
-Άρχισαν οι παραισθήσεις… Μανούλα μου με χάνεις!.. Τι με χάνεις; Κοντά σου έρχομαι!.. Φτιάξε μου κάτι να φάω.. Ένα ψητό γουρουνόπουλο!.. λέει φωναχτά.
Δίπλα του ακούει ένα γρύλλισμα… γουρουνόπουλου!
-Τι έφτασα κιόλας; αναρωτιέται έκπληκτος και ανασηκώνει το κεφάλι του.
Μπροστά του δεν βλέπει κανένα γουρουνόπουλο, μα το παιδάκι που τον κοιτάζει χαμογελαστό.
-Έτσι είναι τα γουρουνόπουλα στον Παράδεισο; ρωτάει με ένα χαζό βλέμμα το αγοράκι.
Αυτό, αντί να του απαντήσει έρχεται και κουρνιάζει δίπλα του. Βγάζει από το σακάκι του το καρβέλι το κόβει σε δυο κομμάτια και δίνει το μεγαλύτερο στον Σπίθα. Το άλλο το μικρότερο το δαγκώνει με βουλιμία.
-Πάρε το μισό… Δεν έχω να το μοιραστώ με κανένα άλλον… Μόνος μου ζω..
-Α, όχι ευχαριστώ.. Έχω παραγγείλει γουρουνόπουλο! κάνει ο Σπίθας.
-Θα αργήσει να έρθει… Φάε για την ώρα αυτό, Σπίθα!..
-Ε, στάσου, εσύ που με ξέρεις;
-Και ποιος δεν σε ξέρει; Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έχουν βάλει δεκάδες φορές τη φωτογραφία σου στις εφημερίδες..
-Έχει Γερμανούς και Ιταλούς στον Παράδεισο;
-Δεν είμαστε στον Παράδεισο, Σπίθα… Στην Αθήνα είμαστε και από όσο μπορώ να ξέρω η Αθήνα πιο πολύ μοιάζει με την Κόλαση, παρά με τον Παράδεισο!.. του λέει το παιδάκι.
-Κι εσύ ποιος είσαι; Πώς σε λένε;
-Το πραγματικό μου όνομα το έχω ξεχάσει. Από πολύ μικρό με φωνάζουν Σπίνο, γιατί το τιτίβισμά του μου είναι η πιο αγαπημένη μου μίμηση... Πριν από τον πόλεμο η γιαγιά μου με την οποία ζούσα είχε στην αυλή μας ένα ζευγάρι σπίνους σε κλουβί. Καθόμουν με τις ώρες και μάθαινα να μιμούμαι το κελάιδισμα τους.
- Μιμείσαι το τιτίβισμα του σπίνου; ρωτάει με θαυμασμό ο Σπίθας.
- Μιμούμαι όποιον άνθρωπο, όποιο ζώο και όποιον θόρυβο ή ήχο ακούσω έστω και μια φορά!.. απαντάει ο Σπίνος με τη φωνή του.. Σπίθα.
-Και πώς τα καταφέρνεις; ρωτάει και ψάχνει γύρω του ξαφνιασμένος να δει πού είναι ο άλλος… Σπίθας.
-Δεν ξέρω.. Μπορώ ακόμα να κάνω τη φωνή μου να έρχεται από όπου θέλω… Ούτε κι αυτό ξέρω πως το καταφέρνω!...
-Είσαι εγγαστρίμυθος, λοιπόν! κάνει ο Σπίθας σφυρίζοντας θαυμαστικά.
-Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη, αλλά για να το λες… απαντάει ο Σπίνος κάνοντας τον Σπίθα να γυρίσει ξαφνιασμένος γιατί η φωνή του αγοριού ερχόταν από πίσω του. Εκεί που ήταν ντουβάρι!
Ο μικρός ξεραίνεται στα γέλια, πράγμα που κάνει τον Σπίθα να θυμώσει με τη γκάφα του.
-Στάσου να σου δείξω κι εγώ τι ξέρω!.. του λέει το χοντρό αγόρι που σκέφτηκε να κάνει και αυτός ένα αστείο στον μικρό καινούργιο του φίλο, που η παρουσία του το δίχως άλλο τον έκανε να ξεχάσει για λίγο την αιώνια πείνα του.
-Θες να φας κι εσύ γουρουνόπουλο, σαν και μένα;
- Πού θα το βρεις; ρώτησε ο Σπίνος παραξενεμένος.
Ο Σπίθας που παλιά είχε εξασκηθεί στην τέχνη του ταχυδακτυλουργού, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν χόρτασε πραγματικά τρώγοντας ‘μεταμορφωμένα’ αντικείμενα σε τρόφιμα, πέρασε το χέρι του πάνω από το κομμάτι του ψωμιού που κρατούσε το αγοράκι. Με μιας στο χέρι του Σπίνου βρέθηκε ένα ψητό κότσι γουρουνόπουλου.
Το παιδάκι βγάζοντας ένα επιφώνημα θαυμασμού δαγκώνει το κομμάτι.
-Μμμ! Είναι πιο νόστιμο έτσι… Μπορείς να μου κάνεις το υπόλοιπο να είναι μια πλάκα σοκολάτα;
Στη γωνιά ξεπροβάλλει μια ιταλική περίπολος με επικεφαλής τον στρατιώτη που λίγη ώρα πριν είχε εξουδετερώσει ο Σπίθας.
-Νάτοι! φωνάζει ο στρατιώτης και η περίπολος ορμάει καταπάνω στα δυο παιδιά.
Ο Σπίνος κάνει να σηκωθεί να τρέξει. Ο Σπίθας τον συγκρατεί.
-Σπίνε, ξέρεις να πετάς σαν σπίνος;
-Όχι!
-Τότε τρέχα κουνώντας τα χέρια σου σαν να πετάς!
Παραξενεμένο το παιδάκι κάνει ό τι του λέει ο Σπίθας, που σηκώνεται όρθιος ακολουθώντας τον Σπίνο κι αρχίζει να τρέχει κουνώντας κι αυτός τα χέρια του σαν να πετάει.
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ιταλών, δυο περιστέρια πετούν στον ουρανό χτυπώντας με δύναμη τα φτερά τους!
Οι Ιταλοί, όσες σφαίρες και να ρίξουν δεν θα πετύχουν ποτέ τα δυο ανύπαρκτα περιστέρια, αφού τα δυο παιδιά τρέχουν στον δρόμο και στρίβουν στο πρώτο στενό που βρίσκουν μπροστά τους.
(παρεμβάλλεται το κεφάλαιο της γνωριμίας του Σπίνου με τον Γιώργο και την Κατερίνα και την ένταξή του στην ομάδα)
Η παράσταση
Ένας χοντρός τσιγγάνος με μαντίλα τυλιγμένη σφιχτά γύρω από το κεφάλι του, έναν τεράστιο κρίκο-σκουλαρίκι στο ένα αυτί του, λεπτό και μακρύ τσιγκελωτό μουστάκι, παρδαλό φαρδύ πουκάμισο και ξεχειλωμένο παντελόνι βάζει ένα σκαμνί απέναντι από τη γερμανική κομαντατούρα στην οδό Κοραή. Δίπλα του έρχεται και στέκεται όρθιο ένα μικροκαμωμένο τσιγγανάκι με σγουρά μαλλιά, ενώ μια πανέμορφη τσιγγάνα παίζει το ντέφι της κάνοντας γύρους από τους δυο άλλους
Από το πουθενά ακούγεται ήχος ταμπούρλου που κάνει τους περαστικούς να κοντοσταθούν παραξενεμένοι και να στραφούν στο μέρος της τσιγγάνικης παρέας, που δεν είναι άλλοι από τον Σπίθα, τον Σπίνο και την Κατερίνα μεταμφιεσμένους σε τσιγγάνους.
Ο Σπίθας-τσιγγάνος με τα χέρια σηκωμένα ψηλά δείχνει στον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί γύρω τους αυτό που κρατάει. Είναι το σκυλάκι του ο Μουτς!
Αφού διαπιστώνει ότι ο κόσμος που έχει μαζευτεί είναι αρκετός, κάθεται στο σκαμνί και βάζει το σκυλάκι του να κουρνιάσει στην αγκαλιά του. Με μια θεαματική θεατρική κίνηση ο Μουτς μεταμορφώνεται σε… βιολί. Ο Σπίνος του δίνει ένα δοξάρι και ο Σπίθας προσποιείται ότι αρχίζει να παίζει μια τσιγγάνικη μελωδία που κανένας από το συγκεντρωμένο πλήθος δεν καταλαβαίνει ότι αυτή βγαίνει από τα χείλη του εκπληκτικού Σπίνου.
Έκπληκτος ο κόσμος ξεσπάει σε ενθουσιώδες χειροκρότημα για αυτό που βλέπει και ακούει. Η Κατερίνα τσιγγάνα περιφέρεται ανάμεσα στο πλήθος με το ντέφι της προτεταμένο μέσα στο οποίο της ρίχνουν μερικά χαρτονομίσματα, ενώ με το βλέμμα της σαρώνει τον δρόμο, ώσπου εντοπίζει σε μια γωνιά τον Γιώργο ντυμένο με στολή Γερμανού αξιωματικού να παραμονεύει περιμένοντας την ευκαιρία να μπει στην Κομαντατούρ μόλις ο φρουρός αναγκαστεί από το θέαμα να χαλαρώσει την προσοχή του.
Τότε ξαφνικά…
Η συνέχεια στο επόμενο
******************************
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Διάβασε το προηγούμενο τεύχος ‘‘Το μυστικό του προδότη’’.