Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Γκρέκο, ο ήρως των γηπέδων

Όταν ακόμα τα γήπεδα δεν είχαν χόρτο, οι μπάλες ήταν πέτσινες με σαμπρέλα και κορδονάκι που τις έλεγαν τρίφυλλες (ή δίφυλλες, τις μικρότερες), τότε που το ΠΡΟ-ΠΟ και ο ημιεπαγγελματισμός έκαναν τα πρώτα βήματά τους μαζί με τις νεοσύστατες Α’ και Β’ Εθνικές κατηγορίες ποδοσφαίρου, στα περίπτερα κρεμόταν πλάι στους ήρωες των κυριακάτικων αναμετρήσεων στις λεγόμενες 8στηλες εφημερίδες και ένας ελληνογεννημένος ήρωας που μεσουρανούσε στα βραζιλιάνικα γήπεδα ζώντας τη δική του εποποιία μέσα στο δικό του περιοδικάκι. Σήμερα, κάπου ξεχασμένος, με ηλικία κάτι ανάμεσα σε πατέρα και παππού του ‘‘Μάκη Ροδίτη’’ διαβάζει τις ιστορίες του σε ηλικία κάτι σε ανάμεσα γιου του και εγγονού του και θυμάται τις δικές του… Ενδιάμεσα στα ελληνικά περίπτερα γνώρισαν δόξες κυκλοφοριακές διάφοροι ξενόφερτοι μάγοι της μπάλας όπως ο Ρόυ οφ Ρόβερς, ο Ερίκ Καστέλ και άλλοι μικρότερης εμβελείας.
Μια διήγηση ανάμεσα στην παρουσίαση ενός παιδικού λαϊκού περιοδικού με θέμα ποδοσφαιρικό, που άφησε εποχή και στις αναμνήσεις του υπογράφοντος για τις ώρες που πέρασε διαβάζοντάς το και για τις περισσότερες ώρες που πέρασε υποδυόμενος κάποιον από τους χαρακτήρες του στις χωμάτινες αλάνες και στους άδειους από αυτοκίνητα δρόμους της γειτονιάς του.


Πριν από 52 χρόνια, δηλαδή το 1959, ξεκινούσε την καριέρα στον Παναθηναϊκό του ένας 17χρονος πιτσιρικάς, που έμελλε να γίνει ο καθ’ ημάς ‘‘μάγος της μπάλας’’, ο Μίμης Δομάζος, στον Ολυμπιακό ξεκινούσε επίσης την καριέρα του ο κορυφαίος Έλληνας κανονιέρης των ελληνικών γηπέδων, βέβαια τηρουμένων των αναλογιών, ο 21 χρονών, τότε, Γιώργος Σιδέρης, ενώ στην ΑΕΚ μεσουρανούσε ο 30χρονος Κώστας Νεστορίδης, που θα αναδεικνυόταν πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής κατηγορίας στις τέσσαρες πρώτες της διοργανώσεις (1959/60-1962/63). Είχε αναδειχτεί ήδη και πρώτος σκόρερ της τελευταίας σεζόν των τοπικών πρωταθλημάτων (1958/59).



Κι ενώ στην Ελλάδα η ποδοσφαιρική επικαιρότητα ήταν σε γενικές γραμμές αυτή, στη μακρινή Βραζιλία το μεθύσι για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ένα χρόνο πριν στη Σουηδία, δεν είχε κοπάσει. Δεν το άφηναν να κοπάσει η εκτυφλωτική λάμψη ενός 18χρονου ποδοσφαιρικού φαινομένου, που στα γήπεδα της Σουηδίας είχε μπει σαν αναπληρωματικός της ‘‘Σελεσάο’’ και την οδήγησε στην κατάκτηση του πρώτου από τα πέντε έως σήμερα παγκόσμια τρόπαιά της∙ του Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, που είχε γίνει ήδη θρύλος με το παρατσούκλι του: Πελέ (Πέλι, στα βραζιλιάνικα, που θα πει ‘‘δέρμα’’).




Όμως, στη χώρα του καφέ, της σάμπας και του ποδοσφαίρου ένας νέος θρύλος άρχιζε να ανατέλλει απειλώντας να ξεπεράσει σε φήμη τους μυθικούς Assistentes da bola (τους μάγους της μπάλας πάει να πει) Πελέ, Γκαρίντσα, Βαβά, Ντίντι (Τζίτζι, προφέρεται στα βραζιλιάνικα), Ζιλμάρ, Ζαγκάλλο, Νίλτον Σάντος και Τζάλμα Σάντος.
Τουλάχιστον, αυτή ήταν η εντύπωση που σχηματίστηκε σε μας, τους τότε πιτσιρικάδες, όταν μια Πέμπτη και συγκεκριμένα την Πέμπτη 7 Μαΐου 1959, δηλαδή πριν από 52 χρόνια ακριβώς, είδαμε στα περίπτερα ένα περιοδικάκι, σαν τον ‘‘Μικρό Ήρωα’’ και τον ‘‘Γκαούρ-Ταρζάν’’, που φανατικά διαβάζαμε. Η μόνη διαφορά του ήταν ότι στο εξώφυλλο απεικονιζόταν μια φάση ποδοσφαιρική και όχι περιπέτεια με Γερμανούς και ζούγκλες. Ένας γεροδεμένος νεαρός ποδοσφαιριστής με άψογο στυλ κεραυνοβολούσε έναν ανήμπορο να αντιδράσει τερματοφύλακα. Πάνω από τη φάση έγραφε τον τίτλο του περιοδικού: ‘‘Γκρέκο, ο ήρως των γηπέδων’’. Ομολογουμένως, επρόκειτο για έκπληξη. Λίγο-πολύ ξέραμε, ότι σε κάποια ξένη γλώσσα, τέλος πάντων, ‘‘Γκρέκο’’ σημαίνει ‘‘Έλληνας’’.




Από το πρώτο του τεύχος το περιοδικό έγινε απαραίτητο συμπλήρωμα της πνευματικής μας διατροφής και εναλλακτικό περιεχόμενο της κωλότσεπής μας. Έστω κι αν δεν είχαμε όλοι τη δυνατότητα να το αγοράζουμε, αφού ήδη ‘‘Μικρός Ήρως’’, ‘‘Γκαούρ-Ταρζάν, ‘‘Κλασσικά Εικονογραφημένα’’, ‘‘Διάπλαση των Παίδων’’ και μερικά άλλα ακόμα απορροφούσαν το πενιχρό ομαδικό χαρτζιλίκι της παρέας… Υπήρξαν οδυνηρές εκ περιτροπής περικοπές σε άλλες αναλώσιμες μικρές μας απολαύσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί το απαραίτητο κονδύλι των δύο δραχμών επί πλέον κάθε βδομάδα. Μοιραία συνέπεια, λοιπόν, να ενταχθεί και ο ‘‘Γκρέκο’’ στην από χέρι σε χέρι ανάγνωση, κάπως σαν την ρεφενέ πίπα της ειρήνης των ινδιάνων.





Η δημοτικότητά του είχε να κάνει και με τη δυνατότητα μιας πιο προσεγγίσιμης ταύτισης των ηρώων του με μας. Άλλο να υποδύεσαι στο παιχνίδι σου έναν ποδοσφαιριστή στην αλάνα, όπου δίνονταν οι ομηρικές ποδοσφαιρικές οδομαχίες (συνήθως το γήπεδό μας ήταν κάποια οδός της γειτονιάς, που τότε δεν ήταν φορτωμένη αυτοκίνητα και κίνηση) και άλλο να ψάχνεις για Γερμανούς, που να ‘‘θερίζονται σαν στάχυα’’ από το αλάνθαστο πανηγυριώτικο πιστόλι του Γιώργου Θαλάσση, ή από το να τρέχει όλη η παρέα στον Εθνικό Κήπο για να βρει το ζουγκλικό ντεκόρ για να παίξουμε τον Γκαούρ ή τον Ταρζάν, ξέχωρα που κανένας δεν ήθελε να παίξει τον ρόλο του γοριλάνθρωπου Νταμπούχ!. Αντίθετα, με το να θέλουμε να στήσουμε τις δικές μας ποδοσφαιρικές περιπέτειες, το πρόβλημα εντοπιζόταν στο ότι οι περισσότεροι ήθελαν να παραστήσουν τον ‘‘Γκρέκο’’! Αν κι εγώ προσωπικά την είχα καταβρεί με τον Λορέντσο, τον τερματοφύλακα του αφηγήματος κι έτσι δεν είχα ανταγωνιστές. Τολμώ δε να πω, πως αν με είχε δει να παίζω ο κύριος Αντζελίλο, ο προπονητής της ομάδας, θα με έβαζε στη θέση του κάτω από τα γκολπόστ!



Μα ποιος, επιτέλους ήταν αυτός ο Γκρέκο που, με το μοναδικό ποδοσφαιρικό ταλέντο, του επισκίασε τη λάμψη των μεγάλων αστεριών του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου;
Το ίδιο ερώτημα απασχόλησε και τους φιλάθλους, που σύμφωνα με τον συγγραφέα του αναγνώσματος, αναρωτήθηκαν για το ποιος είναι αυτός ο άσχετος από μπάλα, γιατί όπως εμφανίστηκε ο Γκρέκο στο πρώτο ημίχρονο της παρθενικής του συμμετοχής σε αγώνα πρωταθλήματος έδειχνε ολότελα άμπαλος. Η γνώμη τους, όμως άλλαξε άρδην, όταν ο νεαρός στο δεύτερο ημίχρονο με δικό του χατ-τρικ έδωσε το πρωτάθλημα (ή το κύπελλο, δεν θυμάμαι) στην ομάδα του. Πάντως, το ερώτημα παράμενε: Ποιος είναι αυτός ο Γκρέκο;
Πρώτα-πρώτα ποιος ήταν πνευματικός δημιουργός του Γκρέκο;





Απάντηση: Ήταν ο πολυγραφότατος συγγραφέας στον χώρο του λαϊκού αναγνώσματος ο δημοσιογράφος Γιώργος Μαρμαρίδης, ο οποίος δεν πρέπει να έχει αφήσει είδος της λαϊκής παιδικής λογοτεχνίας που να μην έχει γράψει τουλάχιστον ένα αφήγημα συνεχείας..
Οι φίλοι και αναγνώστες του ‘‘Μικρού Καουμπόυ’’ θα τον ξέρουν σίγουρα καλά από τις εκατοντάδες τεύχη του των οποίων υπήρξε ο συγγραφέας, συναγωνιζόμενος σε παραγωγή τον Πότη Στρατίκη, που έγραφε ταυτόχρονα και για λογαριασμό άλλου εκδοτικού οίκου το αδελφό μεν, αλλά ανταγωνιστικό ‘‘Μικρό Σερίφη’’. Κάποιοι δε κάπως παλαιότεροι αναγνώστες της ‘‘Μασκούλας’’ θα τον ξέρουν από τις περιπέτειες του Λέμμυ Κώσσιον. Θα αναφερθούμε διεξοδικά στον Γιώργο Μαρμαρίδη σε ένα επόμενο σημείωμα. Αξίζει τον κόπο και με το παραπάνω.
Απαραίτητο συμπλήρωμα στην επιτυχία του Γκρέκο υπήρξε το δυναμικό σκίτσο του Byron (Βύρωνα Απτόσογλου), που ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η ποδοσφαιρική κίνηση των σκίτσων του δεν ήταν πάντοτε η ορθόδοξα ρεαλιστική, ‘‘καλλιτεχνική αδεία’’, μολονότι αντέγραφε πολλές φάσεις από τα εντυπωσιακά φωτογραφικά στιγμιότυπα της εποχής.




Και τώρα, πάλι, στο καίριο ερώτημα: Ποιος ήταν αυτός ο Γκρέκο;
Ο συγγραφέας του αναγνώσματος, ο Μαρμαρίδης δηλαδή, δίκην βιογράφου έδωσε στο πρώτο κιόλας τεύχος κάποιες λεπτομέρειες από την προηγούμενη ζωή του ήρωα. Λεγόταν Κώστας Γεωργίου, ήταν 17 χρονών, σαν τον Δομάζο, ας πούμε, όταν πρωτόπαιξε στον Παναθηναϊκό και σαν τον Πελέ, όταν αυτός πρωτόπαιξε στην εθνική Βραζιλίας. Άρα, ουδέν το υπερβολικό σχετικά με την ηλικία του και την ποδοσφαιρική καταξίωσή του. Τυχαίο;
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο μικρός Κώστας Γεωργίου τα έζησε στο Φάληρο, ορφανός εξαρχής από πατέρα. Έχασε και τη μητέρα του, όταν ήταν 12 χρονών. Τον πήρε, τότε, υπό την προστασία του ένας θείος του, που μάλλον εκμεταλλευόταν την εργατικότητά, το φιλότιμό του και την εξυπνάδα του, παρά τον ανάτρεφε σαν προστατευόμενό του. Για αυτό και ο μικρός Κώστας, όταν βρήκε την ευκαιρία την έκανε κρυφά από τον θείο του μπαρκάροντας σαν μούτσος και σε ένα καράβι, που τον άφησε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Παρά την μικρή του ηλικία και την άγνοια της γλώσσας κατάφερε να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλειές και ταυτόχρονα να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές. Παράλληλα, έπαιζε και ποδόσφαιρο με την ομάδα του γυμνασίου του, που ήταν το αστέρι της.
Αυτά το ολίγα σαν βιογραφικά.

Στην κυρίως ιστορία μπαίνουμε, όταν ο Κώστας επιστρέφοντας με το τρένο από το γήπεδο άκουσε τρεις κακοποιούς που σχεδίαζαν να απαγάγουν ένα ποδοσφαιριστή της ομάδας της ‘‘Τόρεντ’’ (που σύμφωνα με τον συγγραφέα, σημαίνει ‘‘Κεραυνός’’ στα βραζιλιάνικα). Ο νεαρός κατόρθωσε να παρακολουθήσει τους απαγωγείς και να βοηθήσει τον απαχθέντα ποδοσφαιριστή, τον Σιού, να δραπετεύσει. Ο Σιού, με τον οποίο έγιναν κολλητοί έως το τέλος του αναγνώσματος, παρακολούθησε τον Κώστα σε έναν αγώνα του σχολικού πρωταθλήματος, όπου ο νεαρός Έλληνας οργίασε κυριολεκτικά και τον έφερε στην ‘‘Τόρρεντ’’ να υπογράψει δελτίο, πείθοντας μάλιστα τον προπονητή να παίξει στον αμέσως επόμενο αγώνα. Λόγω του τρακ που είχε το πρώτο ημίχρονο του παρθενικού του αγώνα υπήρξε καταστροφικό. Εξαιτίας μάλιστα δικού του λάθους η φιλοξενούμενη ομάδα προηγήθηκε 1-0 στο πρώτο ημίχρονο. Γιουχαΐστηκε από τους φιλάθλους, απαξιώθηκε από τους συμπαίκτες του και έγινε δέκτης πικρόχολης ειρωνείας από ένα όμορφο κορίτσι, αδελφή του έως εκείνη τη στιγμή σκόρερ και γυναίκας του στο φινάλε της ιστορίας. Επειδή, όμως δεν υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής του σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν τότε, συνέχισε και στο δεύτερο ημίχρονο... Μια καλή ευκαιρία να πάρει εκδίκηση και από την κοπέλα… Ιδίως αυτό!
Ο μόνος που το έδωσε κουράγιο ήταν ο φίλος του ο Σιού και ο Κώστας μεταμορφωμένος βγήκε στο δεύτερο ημίχρονο παίρνοντας το ματς μόνος του σημειώνοντας τρία προσωπικά γκολ!.. Με μιας, από τα τάρταρα της απαξίωσης εκτοξεύθηκε στον 7ο ουρανό της ηρωοποίησης μένοντας σε αυτή τη θέση έως την τελευταία αράδα του αναγνώσματος και πιθανώς ακόμα παραπέρα.



Από εκεί και ύστερα, κάθε εβδομάδα και ένας νέος ποδοσφαιρικός θρίαμβος αυτού του υπέρλαμπρου άστρου εντός και εκτός Βραζιλίας με την ‘‘Τόρεντ’’ και τη ‘‘Σελεσάο Μπραζιλέιρα’’. Σε ένα μάλιστα ευρωπαϊκό τουρνέ, έγινε πανηγυρικά δεκτός και στην Ελλάδα, αφού η ομάδα του έδωσε τρεις αγώνες στα πάτριά του εδάφη παίζοντας ενάντια στις τρεις ομάδες του τότε ΠΟΚ, δυο καλοκαίρια πριν κάνει το δικό της τουρνέ στην Ελλάδα η ‘‘Σάντος του Πελέ’’. Αξιοσημείωτη είναι η πρόβλεψη του συγγραφέα για το λαμπρό μέλλον του Δομάζου και του Σιδέρη, που αναφέραμε στην αρχή, καθώς βρέθηκαν, λέει, και οι δύο αντίπαλοι του Γκρέκο και της παρέας του.



Λίγο-πολύ, η εντός αγωνιστικού χώρου δράση δεν διέφερε από τεύχος σε τεύχος, μιας και περιοριζόταν κάπως σαν μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα, χωρίς να εισέρχεται σε λεπτομερείς περιγραφές συναισθηματικών καταστάσεων. Ο ίδιος ο Γ. Μαρμαρίδης είχε παραδεχτεί, πολλά χρόνια αργότερα στον υπογράφοντα, ότι πολύ πριν από το 72ο και τελευταίο τεύχος είχε εξαντλήσει κάθε δυνατή παραλλαγή περιγραφής του τρόπου που ντρίμπλαρε ή που σούταρε ο Γκρέκο. Παρ’ όλα αυτά το ανάγνωσμα διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα την αναγνωσιμότητά του και τη δημοτικότητά του. Το όφειλε στο ότι πολλές περιπέτειες τις συνδύαζε και με περιπέτειες αστυνομικής πλοκής δίνοντας ένα αληθοφανές στίγμα για τη δραστηριότητα του υποκόσμου του εμπλεκομένου με τα ποδοσφαιρικά στοιχήματα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής εκείνη την εποχή… Άλλωστε το συγγραφικό ‘‘φόρτε’’ του Γ. Μαρμαρίδη ήταν τα αστυνομικά νουάρ.

Γύρω από τον Γκρέκο κινούνταν οι άνθρωποι του κύκλου του, κάποιοι από αυτούς δε σε μερικές περιπέτειες αναλάμβαναν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία.
Ήταν ο Σιού, ινδιάνος της φυλής των Σιού, πιθανώς μετανάστης κι αυτός δεδομένου ότι οι Σιού είναι φυλή της Βόρειας Αμερικής και όχι της Νότιας, όπου γεωγραφικώς τοποθετείται η Βραζιλία. Το πλήρες όνομά του ήταν Ίντσου-Να Τιάρα Λαμάτα, που υποτίθεται ότι σήμαινε στη μητρική του γλώσσα ‘‘Ο Γενναίος Αετός με την τρυφερή Καρδιά’’.

Μεταμορφωνόταν σε απροσπέλαστο ογκόλιθο στην άμυνα και ακατανίκητη μπουλντόζα στην επίθεση, όταν δεχόταν ένα δυνατό χτύπημα στον αυχένα. Κατά παράδοξο δε τρόπο αυτό συνέβαινε σε κάθε αγώνα. Τούτο ήταν φυσιολογικό από κάποια στιγμή και ύστερα, όταν ο Γκρέκο έμαθε το μυστικό του και φρόντιζε έγκαιρα να του δίνει την απαραίτητη κατραπακιά. Μέχρις, όμως να τη δεχτεί, ήταν ο πιο άχρηστος παίκτης μέσα στο γήπεδο. Για την ακρίβεια ο πιο επικίνδυνος για την ομάδα του, αφού η θέση του ήταν η νευραλγική του σέντερ μπακ!..

Η όμορφη Άμπυ, η όμορφη κοπέλα που τον είχε ειρωνευτεί σκληρά στο πρώτο καταστροφικό ημίχρονο της καριέρας του και με την προκλητική της ειρωνεία έγινε η αιτία ο Γκρέκο να αφυπνιστεί στο δεύτερο ημίχρονο διακαώς επιθυμώντας να την εκδικηθεί.. Ή μάλλον, όχι! Την είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είδε και προσπάθησε να της αποδείξει, ότι είναι άξιος να τον ερωτευτεί κι αυτή, έστω κι αν ήταν η αδελφή του Τζέντο, του στράικερ της ‘‘Λα Πλάτα’’, που του είχε κλέψει την μπάλα και είχε σημειώσει το γκολ σε βάρος της ‘‘Τόρεντ’’, σε εκείνο το καταστροφικό πρώτο ημίχρονο της καριέρας του. Ο Τζέντο πήρε αργότερα μεταγραφή στην ‘‘Τόρεντ’’ και το αίσθημα ανάμεσα στην Άμπυ και στον Γκρέκο δεν είχε πλέον κανένα πρόβλημα να βρει τον δρόμο του προς την ολοκλήρωσή του.
Κύριος πρωταγωνιστής σε αρκετές εξωποδοσφαιρικές περιπέτειες ο ανεκδιήγητος
αστυνόμος Νίνο Ζανίνο, που οι γκάφες του, αντί να οδηγούν σε δυσάρεστα αποτελέσματα κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του ως υπεύθυνος ασφαλείας της Τόρεντ, κατέληγαν κατά κανόνα σε θριαμβευτικά αποτελέσματα με συνέπεια να θεωρείται λαγωνικό σπανίων ικανοτήτων άξιος να προαχθεί στον βαθμό του υπαστυνόμου!... Πολλές, ωστόσο, επιτυχίες του τις όφειλε στον πανέξυπνο σκύλο του τον ‘‘Ναύτη’’,
ένα αστυνομικά εκπαιδευμένο μπουλντόγκ.

Κωμικές καταστάσεις δημιουργούσε και ο σε απελπιστικό βαθμό αφηρημένος μασέρ της ομάδας ο Σιρόκο Μενεστρέλο, που ταυτόχρονα ήταν και επιδέξιος ταχυδακτυλουργός, μόνο που δεν θυμόταν που είχε κρύψει ό,τι εξαφάνιζε!...

Όταν ο Γκρέκο και η ομάδα του πέρασε και από την Ελλάδα, επιστρέφοντας στη Βραζιλία έφερε μαζί του για την ‘‘Τόρεντ’’, ένα άλλο ελληνόπουλο, τον Νίκο Λυκούρη, που είχε ένα και μοναδικό ποδοσφαιρικό προσόν, αλλά πολύτιμο για κάθε ομάδα: το σουτ του ήταν κεραυνός με μορφή μπάλας! Σούταρε από οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου με υπερφυσική δύναμη και η μπάλα-οβίδα ή τρυπούσε τα δίχτυα ή έσκαζε με πάταγο πάνω στα δοκάρια. Για αυτό και τον λέγανε… ‘‘Βελούδινο’’… Για το γλυκό του σουτ!

Περιφερειακά και με ασήμαντους ρόλους οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές της Τόρεντ και ο προπονητής της. Σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι για τα ονόματα των Βραζιλιάνων ο Μαρμαρίδης δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να θυμίζουν… βραζιλιάνικα. Θα έπαιρνε όρκο κάποιος ότι η ομάδα αυτή είχε ποδοσφαιριστές μόνο ισπανικής ή αργεντινής καταγωγής. Λεπτομέρεια που κανένα δεν ενοχλούσε, φυσικά. Από την άλλη, όμως μεριά έδειχνε να γνωρίζει κάποια πράγματα από τις περίπλοκες δομές της οργάνωσης των βραζιλιάνικων πρωταθλημάτων εκείνη την εποχή, αν και ποτέ δεν αναφέρθηκε ονομαστικά τουλάχιστον στα δυο κυριότερα από αυτά: των παουλίστας του Σάο Πάολο και των καριόκας του Ρίο.
Ο ‘‘Γκρέκο’’ έκλεισε τον κύκλο του στις 2 Σεπτεμβρίου του 1960. Ήταν στο 72ο τεύχος της ζωής του, επιτυγχάνοντας ένα αρκετά σημαντικό επίτευγμα για ελληνικό λαϊκό παιδικό περιοδικό εκείνης της εποχής.


Επίσημη εκδοχή της διακοπής της έκδοσης, που δεν δημοσιεύτηκε στο ίδιο το περιοδικό, αλλά στο Ταχυδρομείο του ‘‘Μικρού Ήρωα’’ ήταν ότι ο συγγραφέας του αναγνώσματος διέκοψε την έκδοση προκειμένου να προετοιμαστεί ο ίδιος καλύτερα για τη συμμετοχή του στους 17ους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Ρώμης το 1960. Πράγματι, ο Γ. Μαρμαρίδης ήταν μέλος της ελληνικής αποστολής με την εθνική ομάδα Σκοποβολής. Οι Αγώνες είχαν αρχίσει στις 25 Αυγούστου, πράγμα που σημαίνει ότι η διακοπή της συγγραφής είχε επέλθει από τις αρχές Αυγούστου, λογικό χρονικό διάστημα για να παραδώσει και τα τελευταία χειρόγραφα, ώστε να συμπληρωθεί το 8ο και τελευταίο τεύχος του 9ου τόμου της σειράς, που έκλεισε με τον γάμο του Γκρέκο και της Άμπυ με κουμπάρο τον Σιού.
Πάντως, όταν του είχα θυμίσει αυτό το σημείωμα του Στέλιου Ανεμοδουρά στον Μικρό Ήρωα, λίγο καιρό πριν φύγει από κοντά μας ο Γιώργος Μαρμαρίδης, τον Δεκέμβριο του 2006, δεν έδειξε να το θυμόταν, αλλά ωστόσο το σχολίασε με χιούμορ: «Ο Στέλιος Ανεμοδουράς ήταν ευγενικός και ευαίσθητος. Χρύσωσε το χάπι της διακοπής στους αναγνώστες κάνοντάς τους να νιώσουν υπερήφανοι που έγραφε για αυτούς ένας επίδοξος ολυμπιονίκης!... Εγώ, πάντως εκείνο που θυμάμαι, είναι ότι είχα κουραστεί μην έχοντας κάτι άλλο καινούργιο να γράψω και επαναλάμβανα τα ίδια. Έτσι η προετοιμασία μου για τους Ολυμπιακούς υπήρξε ένα καλό άλλοθι να σταματήσω τον Γκρέκο πάνω στον κολοφώνα της ποδοσφαιρικής του δόξας και να επανέλθω αργότερα με άλλους ήρωες σε άλλα περιβάλλοντα..»
Στις αρχές του 2007, στον ‘‘Περιοδικό Τύπο ΑΕ’’, μόλις ολοκληρώθηκε η replica συλλεκτική έκδοση των 100 πρώτων τευχών του ‘‘Μικρού Ήρωα’’, άρχισε η προετοιμασία μιας παρόμοιας συλλεκτικής επανέκδοσης και του ‘‘Γκρέκο’’. Είχαν ετοιμαστεί τα πρώτα τεύχη, αλλά η ιστορία δεν προχώρησε. Ίσως, η κυρία Ρόζα Φατσέα, η φίλη και συνεργάτης αυτού του blog, που είχε επιμεληθεί την εξαιρετική ανάλογη δουλειά στον ‘‘Μικρό Ήρωα’’ και που είχε αναλάβει να ‘‘αναγεννήσει’’ και τον ‘‘Γκρέκο’’, να έχει να πει περισσότερα σχετικά.
Ολοκληρώνουμε την αναδρομή στο περιοδικό ‘‘Γκρέκο’’ με ένα χαρακτηριστικό γεγονός που έδειχνε πόσο δημοφιλής είχε υπάρξει στην εποχή του.
Στην είσοδο της στοάς στο νούμερο 22 της οδού Λέκκα, όπου βρισκόταν το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων των ‘‘Γενικών Εκδοτικών Επιχειρήσεων’’ υπήρχε μια μικρή γαλάζια πινακίδα που έγραφε ‘‘Εκδόσεις Γκρέκο’’. Αυτό ήταν μάλλον παράξενο, επειδή η ναυαρχίδα των εκδόσεων και εμβληματικός τους τίτλος ήταν ο ‘‘Μικρός Ήρως’’ με τις τρεις -τότε- εκδόσεις και δεύτερος σε σειρά ο ‘‘Υπεράνθρωπος’’, το πρώτο ιστορικά περιοδικό των εκδόσεων με δυο εκδόσεις και τα περισσότερα τεύχη μετά τον ‘‘Μικρό Ήρωα’’. Κι όμως ο Στέλιος Ανεμοδουράς είχε ονομάσει τις εκδόσεις του ‘‘Γκρέκο’’ και με το λογότυπο, μάλιστα του περιοδικού.
Η πινακίδα αυτή υπήρχε σε εκείνο το σημείο έως και στις αρχές της δεκαετίας του ’00, μολονότι τα γραφεία του εκδοτικού οίκου είχαν μεταφερθεί μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω. Στην οδό Πραξιτέλους, περισσότερα από 30 (!) χρόνια πριν! Η πινακίδα αυτή χάθηκε, μάλλον σε μια ανακαίνιση του κτιρίου, και δεν είναι γνωστό τι απόγινε, αν και αναζητήθηκε από τον κ. Γιώργο Ανεμοδουρά.